Παραγωγή ποιοτικού κομπόστ από Δημοτικά Στερεά Απόβλητα
του Φίλη Αθανάσιου, Γεωπόνος M.Sc. Εταιρεία PHYTOFIL
Τα Δημοτικά Στερεά Απόβλητα (Δ.Σ.Α.) που αποτελούνται κυρίως από απόβλητα «κουζίνας» και απόβλητα φυτικής βιομάζας (30-50% επί του συνόλου των Δ.Σ.Α.) αφού διαχωριστούν κατάλληλα μπορούν να υποβληθούν είτε σε αναερόβια χώνευση για την παραγωγή βιοαερίου ή να κομποστοποιηθούν σε αερόβιες συνθήκες για την παραγωγή οργανικών λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών.
Η κομποστοποίηση και η χώνευση μειώνουν τον όγκο του υλικού και ελαχιστοποιούν την περαιτέρω αποικοδόμησή του (σταθεροποίηση υλικού) με αποτέλεσμα να μειώνονται οι κίνδυνοι από διαφυγές αερίων στην ατμόσφαιρα και από εκπλύσεις ενώσεων και στοιχείων στα εδάφη. Η απόφαση για το ποια διαδικασία θα εφαρμοσθεί εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες του Δήμου και από τη σύνθεση των Δ.Σ.Α.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) η κομποστοποίηση έχει αποσπάσει ένα έντονο και εκτεταμένο ενδιαφέρον ως μέσο αντιμετώπισης των σύγχρονων προκλήσεων διαχείρισης αποβλήτων ιδιαίτερα για τη μείωση των ποσοτήτων των αποβλήτων που θάπτονται σε Χ.Υ.Τ.Α[1] και του εκλυόμενου μεθανίου (CH4) από την αποικοδόμηση των θαμμένων οργανικών υλικών στους Χ.Υ.Τ.Α.
Χρήσεις του κομποστ και πρώτες ύλες παραγωγής του
Η παραγωγή κομπόστ θεωρείται μια εξαιρετική ευκαιρία δημιουργίας ενός προϊόντος το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί με τρεις διαφορετικές χρήσεις: i) ως συστατικό υποστρωμάτων καλλιεργειών, ii) ως οργανικό λίπασμα ή iii) ως εδαφοβελτιωτικό.
Η εφαρμογή του κομπόστ συνήθως βελτιώνει τις φυσικές, βιολογικές και χημικές ιδιότητες των εδαφών. Η επαναλαμβανόμενη χρήση του στα εδάφη αυξάνει την περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, μειώνει τον κίνδυνο διαβρώσεων ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την ικανότητα συγκράτησης ύδατος και θρεπτικών στοιχείων.
Παρόλο που το κομπόστ χρησιμοποιείται συχνά ως οργανικό λίπασμα χρειάζεται προσοχή όταν εφαρμόζεται σε καλλιέργειες διότι γενικά υστερεί στην παροχή αφομοιώσιμου από τα φυτά αζώτου (Ν) τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα[2]. Επομένως όταν χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε γεωργικές εφαρμογές είναι απαραίτητο να ελέγχονται εκτός του pH, της κοκκομετρικής σύστασης, της οργανικής ουσίας και η περιεκτικότητά του σε ορισμένα βασικά στοιχεία θρέψης των φυτών (N, P, K, Mg, Ca).
Άλλα βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνα τους ή σε συνδυασμό με το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των Δ.Σ.Α. για την παραγωγή κομπόστ είναι:
i) τα εμπορικά απορρίμματα τροφίμων (απόβλητα εστίασης),
ii) τα υπολείμματα από τη δασοκομία (φλοιοί δένδρων, ξυλώδη υπολείμματα),
iii) τα γεωργικά απόβλητα (περιττώματα ζωϊκών μονάδων, υπολείμματα καλλιεργειών κ.α.),
iv) τα απόβλητα της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών (ζυθοποιεία, οινοποιεία, φρούτα και λαχανικά, υπολείμματα σφαγείων κρεατοπαραγωγής, τυρόγαλο κ.α.) και φυσικά
v) η λυματολάσπη.
Περιβαλλοντική ασφάλεια, δημόσια υγεία και ποιότητα τελικού προϊόντος
Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας 98/2008 τα παραγόμενα από οποιαδήποτε διαδικασία προϊόντα παύουν να θεωρούνται απόβλητα και μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε. μόνο εφόσον πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και δεν έχουν δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου. Έκτοτε και με έναυσμα αυτή τη γενική κατεύθυνση τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. καταβάλλουν προσπάθειες για τη θεσμοθέτηση κανόνων και κριτηρίων που θα ορίζουν με σαφήνεια το πλαίσιο διασφάλισης της ποιότητας του παραγόμενου κομπόστ.
Επειδή η δειγματοληψία και οι αναλύσεις προσδιορισμού της ποιότητας του κομπόστ διεξάγονται στη βάση της εθνικής νομοθεσίας του κάθε κράτους-μέλους δεν υπάρχει συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (C.E.N.[3]) συγκρότησε μια ομάδα εργασίας με στόχο τη δημιουργία οριζόντιων προτύπων στους τομείς της λυματολάσπης, των βιοαποβλήτων και του εδάφους και τα τελικά πρότυπα που προέκυψαν αποτυπώνονται στον οικείο δικτυακό τόπο[4]. Το 2010 το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κομποστοποίησης (E.C.N.[5]) εισήγαγε ένα ευρωπαϊκό σύστημα διασφάλισης της ποιότητας εκδίδοντας παράλληλα και το αντίστοιχο εγχειρίδιο διαδικασιών το οποίο περιλαμβάνει τις κοινοτικές απαιτήσεις για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εθνικών οργανισμών διασφάλισης της ποιότητας και των μονάδων κομποστοποίησης. Τα προαναφερόμενα τελικά πρότυπα αφορούν τον τρόπο δειγματοληψίας και την εξακρίβωση της ποιότητας του κομπόστ με χρήση ενός συνόλου 34 ελέγχων οργανικών, ανόργανων, βιολογικών και υγειονομικών παραμέτρων, ιδιοτήτων και παραγόντων (Πίνακας 1).
Πίνακας 1: Σύνολο οργανικών και ανόργανων παραμέτρων και βιολογικών και υγειονομικών παραγόντων που εξετάζονται στο πλαίσιο διασφάλισης της ποιότητας του κομπόστ.
Σύμφωνα με τεχνικό κείμενο[6] του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ε.Ε. (Joint Research Center-J.R.C.) οι ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας του παραγόμενου κομπόστ επιβάλλουν:
– να παρουσιάζει μια ελάχιστη περιεκτικότητα σε οργανική ουσία,
– να μην περιέχει συγκεκριμένα παθογόνα υγειονομικού ενδιαφέροντος,
– να περιέχει περιορισμένες ποσότητες προσμίξεων που να ανιχνεύονται μακροσκοπικά και
– να έχει περιορισμένες συγκεντρώσεις ρυπαντών (κυρίως βαρέων μετάλλων).
Οι κανονισμοί και τα ποιοτικά κριτήρια για την παραγωγή κομπόστ ποικίλουν σημαντικά από χώρα σε χώρα με αποτέλεσμα κάπου μεταξύ των προαναφερόμενων πολλαπλών ελέγχων του Πίνακα 1 και των ελάχιστων απαιτήσεων να κινούνται όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Υπάρχουν χώρες όπου η χρήση του κομπόστ αποτελεί αντικείμενο ενός σύνθετου δικτύου κανονισμών εθνικού και περιφερειακού επιπέδου (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία) και χώρες όπου το κομπόστ μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς ιδιαίτερες νομικές κατευθύνσεις (Ελλάδα, Πορτογαλία, Σλοβενία).
Σε αρκετές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα το κομπόστ θεωρείται απευθείας ως οργανικό λίπασμα ή εδαφοβελτιωτικό και υπόκειται στους κανονισμούς των λιπασμάτων με τη σιωπηρή παραδοχή ότι δεν αποτελεί απόβλητο. Ο κύριος περιορισμός στις χώρες της Ε.Ε. συνήθως αφορά την επιτρεπόμενη ποσότητα κομπόστ (τόνους ξηράς ουσίας), συσχετισμένη με μια μέγιστη περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα (καθορίζει την κλάση του κομπόστ), η οποία μπορεί να εφαρμοσθεί απευθείας στο έδαφος ετησίως ή σε διάστημα 2-5 ετών. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο περιοριστικός παράγων των εφαρμογών δεν είναι μόνο τα βαρέα μέταλλα αλλά και η περιεκτικότητα σε στοιχεία όπως ο φωσφόρος (P) και το άζωτο (Ν). Φυσικά η χρήση του κομπόστ εκτός από τους περιορισμούς της δοσολογίας εφαρμογής περιορίζεται και από τη γενικότερη περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε. (Κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής, Πολλαπλή συμμόρφωση κ.λπ.).
Οι αέριες εκπομπές από τις διεργασίες της κομποστοποίησης περιλαμβάνουν διοξείδιο του άνθρακα (CO2), εξάτμιση νερού και αμμωνίας (NH3), πτητικές οργανικές ενώσεις, εναιωρήματα αιωρούμενων σωματιδίων (μύκητες, βακτήρια, ακτινομύκητες, ενδοτοξίνες, μυκοτοξίνες) και σωματίδια. Συνήθως εκλύονται επίσης οξείδιο του αζώτου (NOx) και μεθάνιο (CH4) καθώς δεν είναι βέβαιο ότι πάντα όλα τα υλικά κομποστοποιούνται υπό αερόβιες συνθήκες. Ανάλογα με τα είδη των υλικών προς κομποστοποίηση, σε μη καλά σχεδιασμένες μονάδες, ενδέχεται να υπάρχουν και εκπλύσεις νιτρικών στα εδάφη ή έντονα δυσάρεστες οσμές.
Όσον αφορά στις προσμίξεις (μέταλλο, γυαλί, πλαστικό) του τελικού προϊόντος καλό είναι αυτές να διαχωρίζονται από τα άλλα υλικά σε αρχικό στάδιο διότι πέρα από το μη αισθητικό αποτέλεσμα που προκαλείται όταν εντοπίζονται στα εδάφη μετά την εφαρμογή του κομπόστ, ενέχουν κινδύνους τραυματισμών[7].
Η προαναφερόμενη μελέτη του J.R.C. αναφέρει επίσης ότι από τις συγκεντρώσεις σε βαρέα μέταλλα και την περιεκτικότητα σε προσμίξεις προϊόντων κομποστοποίησης από διάφορα υλικά διαχωρισμένα στην πηγή, εκείνα που σε υψηλότερο ποσοστό (90%) βρέθηκαν να είναι εντός των επιτρεπόμενων ορίων αφορούσαν βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα και απόβλητα φυτικής βιομάζας που αποτελούν την κρίσιμη μάζα των Δ.Σ.Α.
Ευθύνη επαγγελματιών και φορέων για τις προοπτικές αξιοποίησης των Δ.Σ.Α. στην Ελλάδα
Η παραγωγή ποιοτικού κομπόστ συνιστά μια ιδιαίτερα σοβαρή επαγγελματική δραστηριότητα και μόνο ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από όλους εμάς τους έχοντες την ευθύνη επιχειρήσεων οι οποίες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την κομποστοποίηση. Ο σεβασμός στο περιβάλλον αλλά και στην αξιοπιστία των επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων αποδεικνύεται όταν πέρα από οποιαδήποτε σημαντική ή μη εμπειρία στις διεργασίες της κομποστοποίησης είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό και να συνάψουμε συνεργασίες με δημόσιους και ιδιωτικούς ερευνητικούς και επιστημονικούς φορείς με στόχο την παραγωγή του καλύτερου ποιοτικά και ασφαλέστερου περιβαλλοντικά τελικού προϊόντος.
Από την άλλη πλευρά οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της χώρας οφείλουν να αξιολογήσουν τη σημαντική δυνητική ποσοστιαία αναλογία (34.2% [8]) των βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων και των αποβλήτων φυτικής βιομάζας που μπορούν να συγκεντρώνονται για κομποστοποίηση στο σύνολο των Δ.Σ.Α. της Ελλάδας (4.854.000 τόνοι [9]) και να αναγνωρίσουν την αξία της κομποστοποίησης αυτών των υλικών σε σχέση με την επίτευξη των στόχων και των δεσμεύσεων της χώρας που αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο.
Στο σύγχρονο ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον του τομέα της κομποστοποίησης όπου αργά ή γρήγορα οι συστάσεις και οι τεχνικές εκθέσεις για την ποιότητα του παραγόμενου κομπόστ θα μετατραπούν σε Κανονισμούς και υπό τις υπάρχουσες συνθήκες στην Ελλάδα είναι απαραίτητο όλοι μαζί να κινητοποιηθούμε το συντομότερο δυνατόν προς αυτή την κατεύθυνση.
PHYTOFIL: Εταιρεία Παροχής Γεωπονικών Υπηρεσιών – Κατασκευής & Συντήρησης Αστικού και Περιαστικού Πρασίνου – Στοιχεία επικοινωνίας: 210-5540301, 210-5560158, 6976999923. email: filis_oe@otenet.gr – Ωκεανίδων, ΤΚ: 19200, Ελευσίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου