Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Κινόα, η Ζέα των Ίνκα

Κινόα,   η  Ζέα των  Ίνκα


 K. Θ. Μπουχέλος 
Ομότιμος  Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Το κινόα (quinoa = Chenopodium quinoa),  γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, είναι ετήσιο φυτό της Οικογενείας των Amaranthaceae ή Chenopodiaceae  και ανήκει στα ψευδοδημητριακά.    
Κατάγεται από τις πλαγιές των  Άνδεων της Νοτίου Αμερικής, όπου καλλιεργείτο από τους Ίνκα  από το 5.000 π.Χ., από τους Αραουκάνους της Αργεντινής και της Χιλής  (οι οποίοι σημειωτέον, ορκίζονται ότι είναι Σπαρτιάτες)  και τους  Ινδιάνους Chibcha της Β. Κολομβίας. Στις περιοχές αυτές, αποτελούσε την κυριότερη καλλιεργούμενη τροφή, πριν φθάσουν οι  «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι . Συντηρούσε τις στρατιές των Ίνκα που άνετα βάδιζαν επί ημέρες, τρώγοντας μόνο ένα μίγμα κινόα και λίπους. Στην ιατρική των Άνδεων,  χρησιμοποιείτο συνήθως ως κατάπλασμα, για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών.
Το φυτό και ο καρπός του έχαιρε μεγάλης τιμής στην κοινωνία και τη θρησκεία των Ίνκα, αναφέρετο δε ως « φυτό Μητέρα».  Ο Francisco Pizarro (1532 -) και οι επακολουθήσαντες Ισπανοί, που έκαναν «κατάληψη» στο Περού, εκτός από τις ατελείωτες σφαγές και τη δολοφονία  του Αυτοκράτορά τους  Atahualpa , συνέθλιψαν τις παραδόσεις των Ινδιάνων και κατέστρεψαν το αγροτικό σύστημά τους και την καλλιέργεια του κινόα  (National Research Council, 1989).  Οι λόγοι ήσαν το να τους στερήσουν  την (λόγω λυσίνης =  734mg)  πηγή δυνάμεως και ευεξίας  (στο ανάλογο απέβλεπε και η απαγόρευση του ελληνικού Triticum  dicoccum   (Zέα)   στην Ελλάδα το 1924), αλλά και για να υποσκάψουν την θρησκευτική συνείδησή τους  (ηθικός αυτουργός ο τότε Πάπας ).  Αυτό που βοήθησε τους «πολιτισμένους» στο ...έργο τους,  ήταν το ότι τα ευρωπαϊκά είδη σίτου και κριθής, ευδοκίμησαν στα πρώην χωράφια του κινόα. 

Καλλιεργήθηκε στην Γερμανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπήρξε βασική τροφή των Ιαπώνων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε ως τρόφιμο στην Ρωσία, Δανία,  Ελλάδα και βόρειο Ιταλία.
Αφού  ξαναθυμήθηκαν οι Βορειοαμερικανοί  και οι  Ευρωπαίοι  ότι είναι  υγιεινή τροφή, από το 1975,  αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για το φυτό αφ’ ενός για την θρεπτική και γεωργική αξία του και αφ’ ετέρου από την ανάγκη των κρατών της Ν. Αμερικής να αναπτύξουν την οικονομία τους, περιορίζοντας τις εισαγωγές τους,   Τα τελευταία χρόνια  έγινε διάσημο κυρίως λόγω της απουσίας γλουτένης και της υψηλής περιεκτικότητάς του σε πρωτεΐνη.  
Θρεπτικά στοιχεία ανά 100gΘερμίδες:   374 KcalΠρωτεΐνες:   11.49 grΛιπαρά:   4.86 gr. (Ωμέγα 3),  Υδρογονάνθρακες:   71.2 grΑσβέστιο:   66 mgr, Σίδηρος:   8.5 mgrΒιταμίνη A:  1 grΒιταμίνη C:   1 grΘειαμίνη:   0.24 grΡιβοφλαβίνη:   0.23 grΝιασίνη:   1.40 gr.
Η τέφρα του αποτελείται κυρίως (65%) από Κάλιο και Φωσφόρο. Το Ασβέστιο και ο Σίδηρος που περιέχει, είναι κατά πολύ περισσότερα από ότι στο ρύζι, το καλαμπόκι, το σιτάρι ή τη βρώμη.  Τα λιπαρά οξέα του λινολεϊκό και λινολεϊνικό, είναι όμοια με του μακρινού συγγενικού του φυτού, του σπανακιού. 
Το γνήσιο κινόα, όπως και τους «θαυματουργούς» σπόρους chia των Αζτέκων, τα βρίσκω στο «Era Nuts» του Ν. Ψυχικού.
Θεωρείται ως το πιο θρεπτικό είδος σπόρου στον κόσμο και είναι μια υπερτροφή (FAO 2011).  Στην Ελλάδα η καλλιέργεια του κινόα άρχισε σε μικρή έκταση (περί τα 10 στρ.) στην περιοχή της Λαμίας το 2012 και η διάδοσή του συνεχίζεται.
Η χρήση του κινόα  είναι συνήθως ως των σπόρων των σιτηρών, δηλαδή ολόκληροι, αλεσμένοι  για ψήσιμο στον φούρνο διαφόρων εδεσμάτων μαζί με άλευρα σίτου, σε πολύσπορα ψωμιά, σε νιφάδες ή  ποπ - κορν ( Kokitos). Τα φύλλα του μαγειρεύονται ως λαχανικό όπως το σπανάκι.  Μπορούν επίσης να καταναλωθούν ωμά σε σαλάτες, γλυκίσματα και σιρόπι.
Ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος  Γιάννης Σπαντιδάκης συμπληρώνει: «Ο φλοιός του σπόρου πολλών ποικιλιών κινόα, περιέχει σαπωνίνες, οι οποίες λειτουργούν ως αντιτροφικές ουσίες  (προστατεύουν τους σπόρους από το να γίνονται τροφή των πουλιών). Απομακρύνονται από τους σπόρους είτε μηχανικώς είτε με καλό πλύσιμο. Στη Ν. Αμερική, ο φλοιός χρησιμεύει ακόμη  ως απορρυπαντικό ρούχων στο πλύσιμο και ως αντισηπτικό για την επούλωση τραυμάτων». 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Gade, D. W. (1999). Nature and culture in the Andes. Madison: University of Wisconsin Press. p. 206.
Masterbroek, H.D.; Limburg, H.; Gilles, T.; Marvin, H. J. (2000). Occurrence of sapogenins in leaves and seeds of quinoa.  New York, NY.:  Journal of the Science of Food and Agriculture. pp. 152–156.
Ruales, J, Nair, B.M. Nutritional quality of the protein in quinoa  seeds. Plant Foods Hum Nutr.
Popenoe, H. (1989). Lost crops of the Incas: little-known plants of the Andes with promise for worldwide cultivation. Washington, D.C.: National Academy Press. p. 149.1992 Jan;42(1):1-11
Vaughn, J. G. & C. A. Geissler (2009). The new Oxford book of food plants. Oxford University Press.



.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου