ΚΗΠΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (ιδιαίτερα ο δεύτερος, που κυρίως ενδιαφέρει την Ελλάδα) έφεραν μεταβιάς αλλαγή των δεδομένων στην προσωπική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων στο μεγαλύτερο μέρος της γης. Οι συνθήκες της ζωής κατά τη διάρκειά τους άλλαξαν δραματικά κι ως προτεραιότητα τέθηκε η επιβίωση των ανθρώπων μες στο γενικότερο καταπεσμό της κοινωνίας και την κατακρήμνιση των αξιών, που οι πόλεμοι έφεραν. Ο άνθρωπος έπρεπε να σταθεί όρθιος, να στήσει άμυνες ενάντια στο θανατικό κύμα του πολέμου, να κρατήσει την ανθρωπιά του και μαζί τη ζωή, για να υπάρξει συνέχειά της. Η αντίδραση στην κατάπτωση, ξεκινούσε από τον ίδιο, που έπρεπε να επαναπροσδιορισθεί με βάση τα νέα δεδομένα.
Ως προς τούτο, οι δημόσιοι/δημοτικοί κήποι (κήποι των πολιτών), από τους οποίους δεν εξαιρούμε τους σχολικούς, έγιναν κήποι του πολέμου, ενώ και νέοι δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της έκτακτης κατάστασης. Αυτοί, είτε ως «war gardens», είτε ως «victory gardens» ή ως «liberty gardens», έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα χρόνια των πολέμων στην προσπάθεια του ανθρώπου ν' αντιδράσει, στη στήριξη της κοινωνίας και του έθνους. Αναπτύχθηκε, έτσι, ένας «στρατός σχολικών κήπων» («school gardens army») με σημαντική προσφορά στα δύσκολα χρόνια των πολέμων. Τι πρόσφεραν; Δημιούργησαν φρόνημα, ύψωσαν το ηθικό, διατήρησαν ψηλά τις ποιότητες και τις αξίες του ανθρώπου, συνέτειναν στη διαμόρφωση στενών ανθρώπινων σχέσεων, παρείχαν προϊόντα κι αγαθά, πολύτιμα για την κοινωνία, το στρατό, τη χώρα. Γενικώς, ήταν οι κήποι της προσφοράς. από κάθε έννοια...
Ο σχολικός κήπος του πολέμου ήταν μια προσπάθεια που προέκυψε από την ανάγκη του πολέμου και ικανοποίησε το προκύπτον λόγω του γεγονότος τούτου ζήτημα της παροχής προϊόντων της γης. Δεν πρέπει όμως να τον θεωρήσουμε ως δημιούργημα του πολέμου. Δεν ήταν το ίδιο με το δημόσιο/δημοτικό κήπο, που φτιάχτηκε λόγω της έκτακτης κατάστασης, ώστε με τη σύμπραξη και τη συλλογική προσπάθεια των πολιτών ν' αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της διατροφής που δημιούργησε ο πόλεμος. Ο σχολικός κήπος ήταν μια προσπάθεια που προϋπήρχε, κι είχε ενταχθεί στην εκπαίδευση αποτελώντας σημαντικό κομμάτι της παιδευτικής διαδικασίας του μαθητή. Όμως, κατά τον πόλεμο (τον πρώτο και το δεύτερο), υπήρξε συνειδητοποιημένη στάση του μαθητή στο γεγονός αυτό, που συνδυάστηκε με την αποστολή του σχολικού κήπου υπό τις προκύπτουσες συνθήκες, με την παροχή εργασίας για την εξυπηρέτηση ενός ανώτερου σκοπού. Ο μαθητής στρατεύτηκε κι έπραξε για την πατρίδα. Για το λόγο αυτό, στις δύσκολες τούτες στιγμές, υπήρξε ώθηση στην ανάπτυξη του σχολικού κήπου. παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος γκρέμιζε και ισοπέδωνε!... Ο μαθητής υπηρετούσε την πατρίδα του έχοντας ρόλο που δεν του ανατέθηκε, αλλά τον ανέλαβε ως χρέος. Τούτο ήταν απόρροια (και) της παιδείας που απέκτησε κατά την παίδευσή του στο σχολείο εργασίας. Ο σχολικός κήπος προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα, στις δύσκολες καταστάσεις που διαμορφώθηκαν λόγω του πολέμου, ανταποκρινόμενος στον εντέλει πρακτικό σκοπό του: στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων, για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας.
Είναι αν το σκεφτείς, σημαντικό τούτο: να κρατάς το ύψος σου και να φτιάχνεις άμυνες, όταν όλα γύρω σου καταρρέουν... Κι αυτό να το κάμει το παιδί, ο μαθητής, δίνοντας το παράδειγμα στην κοινωνία, χαράσσοντας δρόμους...
Οι κήποι του πολέμου εντάσσονται στο πλαίσιο των ενεργειών αντίδρασης της κοινωνίας σ' ένα γεγονός ή σε μια κατάσταση που τη θίγει, ώστε συνεργατικά κι όχι συγκρουσιακά, ν' αντιμετωπιστεί/ελαφρυνθεί ή ακόμα και να θεραπευτεί, το πρόβλημα. Σε τούτο της το στόχο, η κοινωνία βρήκε τη στήριξη ή και την προτροπή κυβερνήσεων, οι οποίες έδωσαν βήμα στο λαό για ν' αντιμετωπίσει το πρόβλημά του, δρώντας συλλογικά. όπως εξάλλου αρμόζει από τη φύση της στην κοινωνία... Κάτι τέτοιο ιστορικά παρατηρείται για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα σε αμερικανικές (το 1893) και ευρωπαϊκές (το 1896) πόλεις, όχι βεβαίως σε συνθήκες πολέμου, όταν ο πληθυσμός μαστιζόταν από την ανεργία και τη φτώχεια. Συγκεκριμένα, δόθηκε γη από το κράτος και τους δήμους σε ανέργους και φτωχές οικογένειες, για να την καλλιεργήσουν και να παράγουν γεωργικά προϊόντα δημιουργώντας τους «εργατικούς κήπους». Στόχος ήταν οι άνθρωποι να καλύψουν τις ανάγκες τους σε τρόφιμα, αλλά και να κοινωνικοποιηθούν, ώστε με τη συμμετοχή στο κοινό πρόβλημα να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Οι δεσμοί με τη γη και οι δεσμοί των ανθρώπων στην κοινότητα, αποτελούσαν το εχέγγυο της επιτυχίας. Έτσι, εξασφαλίζονταν η αυτάρκεια σε τρόφιμα, αλλά ικανοποιούνταν και η ψυχαγωγία και η κοινωνική συναναστροφή των ανθρώπων της κοινότητας. Βασικό ρόλο στην όλη προσπάθεια έπαιζε η οικογένεια, καθώς αυτή αποτελούσε τον πυρήνα του εγχειρήματος, χωρίς όμως να τίθεται υπεράνω της κοινωνίας (της κοινότητας), αφού, αποστολή της είχε να εξυπηρετηθεί το σύνολο κι όχι μέρος του. άλλως, η κατάσταση δε θα διέφερε από την πρότερη που έθιγε, με τον γαιοκτήμονα ή τον βιομήχανο να επωφελούνται από την εργασία της κοινωνίας!...
Κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τη θέση των εργατικών κήπων παίρνουν οι κήποι του πολέμου. Η διαφοροποίησή τους σε σχέση με τους προηγούμενους έγκειται στο γεγονός ότι με αυτούς το κράτος αποσκοπούσε στην παραγωγή τροφίμων· δηλαδή, το κράτος, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης, βρήκε τη συγκεκριμένη λύση ως ενδεδειγμένη για να καλύψει μέρος των αναγκών του σε τρόφιμα. Οι πολίτες εν προκειμένω εκκινούνται από το αίσθημα του πατριωτισμού -κι όχι της κοινωνικής αδικίας και της ικανοποίησης βασικών αναγκών επιβίωσης, όπως συνέβαινε στους εργατικούς κήπους-, ώστε να βοηθήσουν το έθνος ν' αντεπεξέλθει στις δύσκολες στιγμές του. Υπολογίζεται ότι οι κήποι του πολέμου που δημιουργήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο παρήγαγαν περίπου το 40% των τροφίμων που καταναλώνονταν (Wang, 2006), ενώ στις ΗΠΑ το 1918 καλλιεργούνταν περίπου 5 εκατ. κήποι, δίνοντας 264.000 τόνους φρέσκων λαχανικών (Kearney, 2009). Μέρος αυτών των κήπων αποτελούσαν οι σχολικοί, οι οποίοι αναπτύχθηκαν μέσω προγραμμάτων που είχαν τον ίδιο σκοπό με αυτόν των κήπων του πολέμου. Οι σχολικοί κήποι γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη κατά τις δύο εμπόλεμες περιόδους (του πρώτου και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου), λόγω της έγερσης που υπήρχε για προσφορά στην πατρίδα.
Ας δούμε πώς παρουσίασε την ανάγκη ύπαρξης σχολικών κήπων το ομοσπονδιακό γραφείο της εκπαίδευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κατά την εκστρατεία δημιουργίας τους που οργάνωσε, για την αντιμετώπιση των αναγκών διατροφής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Κάθε αγόρι και κορίτσι θα πρέπει να είναι ένας παραγωγός. Η παραγωγή είναι η βασική αρχή στην εκπαίδευση. Η ανάπτυξη των φυτών και των ζώων, πρέπει επίσης να γίνει αναπόσπαστο μέρος του σχολικού προγράμματος. Τέτοια είναι η βοήθεια του σχολικού κήπου στον πόλεμο» (report of Federal Bureau of Education for creation of United States School Garden Army/USSGA during World War I). Τότε δημιουργήθηκαν στις ΗΠΑ αρκετές χιλιάδες νέοι σχολικοί κήποι, κατ' απαίτηση του παραπάνω προγράμματος, και οι αμερικανικοί σχολικοί κήποι παρήγαγαν γεωργικά προϊόντα «αξίας 250 εκατ. δολλαρίων (αναφορά στο έτος 1919), που φθάνουν στον καταναλωτή σε άριστες συνθήκες, χωρίς κόστος για μεταφορά ή άλλο χειρισμό, και χωρίς εκμετάλλευσή τους από τις αγορές» (από government bulletin published in 1919, USSGA Director J. H. Francis).
Στην Ελλάδα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, αφού μας έθιξε σκληρά, βρήκε τους νέους της Ε.Ο.Ν., που διατηρούσαν τη συνοχή και τη δύναμή τους μέχρι και το θάνατο του ηγέτη τους, του Ιωάννη Μεταξά, στους αγρούς, να καλλιεργούν τη γη και να παράγουν γεωργικά προϊόντα, για να καλύψουν την πολύ μικρή λόγω του πολέμου αγροτική παραγωγή (δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, η νεολαία της χώρας εκπροσωπούνταν τότε επίσημα από την Ε.Ο.Ν.) Διαβάζουμε στο περιοδικό «Νεολαία», που ήταν το επίσημο όργανο της μεταξικής νεολαίας, τα εξής, που δείχνουν το φρόνημα που επικρατούσε: «Εγέμισαν τα χωράφια και οι κήποι από νέους γεωργούς. Επήραν άλλοι στα χέρια τις αξίνες, άλλοι τα φτυάρια, τα δικέλια και άλλοι έζεψαν τα βόδια ή τα άλογα στο αλέτρι. Παιδιά από δέκα χρονών και επάνω έγιναν άξαφνα γεωργοί. Ο πόλεμος τούς πήρε τα μεγαλύτερα αδέλφια, τους γονείς, τους θείους, και η πατρίς που εκάλεσε την στρατευμένην Ελλάδα εις τα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας, υπεχρέωσε τους πιο μικρούς να εργασθούν εις τα χωράφια. Αυτός ο στρατός της Ελληνικής Νεολαίας, που αναπληρώνει τους μεγάλους εις την γεωργική δουλειά, είναι από τα συγκινητικώτερα πράγματα που αναφέρει η ιστορία της Ελλάδος» (περιοδικό «Νεολαία», 14-12-1940).
Φαίνεται, από το χαρακτηριστικό παραπάνω απόσπασμα, πως η μεταξική νεολαία, αν και στρατευμένη στην εργασία, δεν είχε το πνεύμα τής συνειδητοποιημένης εργασίας, η οποία αποκτιόνταν με τη διαπαιδαγώγηση που παρείχε το σχολείο εργασίας, οπού ο μαθητής καλλιεργούσε μαζί με τη γη και το πνεύμα του, το χαρακτήρα του, την ψυχή του, και διαμορφωνόταν σε ολοκληρωμένο πολίτη. Διαπιστώνεται ότι η ενέργεια που παρήγαγε το ανθρώπινο σώμα ήταν παράγωγο υποχρέωσης -ή εντολής, αν θέλετε-, κι όχι συνειδητοποιημένης πράξης - ή ευθύνης. Και τούτο προέκυπτε από τη στράτευση που υπήρχε στο σκοπό, κι όχι από τη συνείδηση γι' αυτόν. Έτσι, η πράξη της ανάγκης δεν αποτελούσε μέρος μιας διαδικασίας κοινωνικής αποστολής, η οποία απέρρεε από την παίδευση του παιδιού στο σχολείο εργασίας. Η προσπάθεια του Έλληνα κατά τον πόλεμο και την Κατοχή δεν είχε το χαρακτήρα συλλογικής δράσης. ήταν προσπάθεια του καθενός, προκύπτουσα από την ανάγκη για επιβίωσή του.
Κάθε παιδί είχε αναλάβει να καλλιεργήσει το χωράφι του πατέρα του, προσανατολισμένο στην ικανοποίηση των οικογενειακών αναγκών. Δεν υπήρχε ο δημόσιος ή ο δημοτικός κήπος, οπού θα καλλιεργούσαν οι πολίτες για την κοινωνία. Δεν υπήρχε ο σχολικός κήπος που θα έδινε προϊόντα στην κοινωνία. Δεν υπήρχε ο ιδιωτικός ακόμη, που θα παρείχε προϊόντα και θα εξασφάλιζε την αυτάρκεια της κοινωνίας (κι όχι της οικογένειας μόνον). Υπήρχε το παρατημένο (λόγω του πολέμου) οικογενειακό κτήμα, που τώρα καλλιεργούνταν από το παιδί της οικογένειας, το οποίο δεν πήγε στον πόλεμο κι έπρεπε να φροντίσει για την επιβίωση της οικογένειας που έμεινε πίσω. Ο θεσμός της οικογένειας υπερίσχυε αυτού της κοινωνίας -αποτελούσε εξάλλου βασικό πυρήνα της ιδεολογίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου-, πολλές φορές σε βάρος της(!), παρά το γεγονός ότι η μεταξική ιδεολογία θεωρούσε την οικογένεια ως βάση της κοινωνίας. Η νεφελώδης προσέγγιση αυτών των ζητημάτων κατά τη μεταξική περίοδο, μέσα από ασαφή ιδεολογικά μοτίβα περί «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», και η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας κατά την περίοδο αυτήν, μόνον κακό τελικά έκαμαν, κι αυτό φάνηκε όταν η «νεολαία» δοκιμάστηκε στα δύσκολα και δεν τα κατάφερε, τη στιγμή που η κοινωνία έσβηνε χωρίς στηρίγματα. Γι' αυτό και με το θάνατο του Μεταξά, το οικοδόμημα της στρατευμένης ΕΟΝ κατέρρευσε, μην έχοντας λόγο ύπαρξης μετά το θάνατο του ηγέτη της(!) - δεν επιβίωσε έστω ως κίνημα προσφοράς ή και αντίστασης στον καταχτητή, παρά το γεγονός, όπως υποστηρίζεται, ότι την «έσβησε» η εγκάθετη κυβέρνηση Τσολάκογλου. Τούτο συνέβη γιατί δεν είχε θεμέλια. υπήρχε ο φόβος του καθήκοντος κι όχι η συνείδηση γι' αυτό.
Η μη ύπαρξη συλλογικού πνεύματος στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων του πολέμου, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν αναπτύχθηκε η κατάλληλη παιδεία και η πολιτική ως προς αυτό -εξ ου και η απουσία του ελληνικού σχολικού κήπου από την προσφορά στην κοινωνία-, παρά το γεγονός ότι η στρατευμένη και οργανωμένη νεολαία της ΕΟΝ θα μπορούσε κάλλιστα ν' αναλάβει αυτό το ρόλο. Η ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε λόγω της πείνας στην Κατοχή, οφείλεται και στο γεγονός ότι δεν είχε προετοιμαστεί η κοινωνία γι' αυτό μέσω κατάλληλου μηχανισμού, τον οποίον φυσικά όφειλε να είχε διαμορφώσει η πολιτεία (το μεταξικό κράτος). Αφημένη στην τύχη της η κοινωνία κατέρρευσε, γιατί ο καθείς στράφηκε στη σωτηρία του χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που είχε στη διάθεσή του για να το πετύχει. Επακόλουθο τούτων ήταν η δυστυχία να χτυπήσει περισσότερο, και καθοριστικά πολλές φορές, κείνους που δεν είχαν τα μέσα για να σταθούν, που δεν είχαν τα προς το ζην. Και τούτα, εν προκειμένω, αποκτιόνταν με την καλλιέργεια της γης. Έτσι, οι αστοί (κατά βάσιν της Αθήνας) υπέφεραν περσότερο από τους ανθρώπους της επαρχίας, πεθαίνοντας στους δρόμους από την πείνα, διότι δεν είχαν γη να καλλιεργήσουν, και δεν ήξεραν εντέλει πώς να το πράξουν, όντας απασχολούμενοι σε μη γεωργικά επαγγέλματα κατά τον προπολεμικό βίο τους. Τα προϊόντα της επαρχίας δεν έφταναν στη μεγάλη πόλη, γιατί καταναλώνονταν σε τοπικό επίπεδο. Αυτός ήταν ένας επιπρόσθετος λόγος της λιμοκτονίας των αστών. Οι άνθρωποι των χωριών συνέχιζαν να σπέρνουν το χωράφι τους και να συντηρούν τα ζωντανά τους, έχοντας τα στοιχειώδη έστω, για να επιβιώσουν. Οι άνθρωποι της πόλης όμως; Πέθαιναν...
Λέγει, σε σχέση με την παραπάνω αντιμετώπιση της κατάστασης κατά την Κατοχή από τους Έλληνες, ο Δημήτριος Γληνός σε παράνομο φύλλο του ΕΑΜ τον Ιούλη του 1942: "Μέσα στη σκληρότητα κι απάνθρωπη σκλαβιά, την πείνα, την αρρώστια και την εξαθλίωση, όπου έριξαν τον ελληνικό λαό οι βάρβαροι καραχτητές του, υπάρχει κ' ένας ακόμα εχθρός ίσως ο πιο επικίνδυνος απ' όλους. Ο εχθρός αυτός είναι κείνος, που καλλιεργεί τη μοιρολατρία και τη ψυχική νάρκωση, όπου έχουνε συμφέρο να μας ρίξουν οι καραχτητές και οι κάθε λογής σύμμαχοί τους, φανεροί και κρυφοί..."
Ο γεωπόνος του Υπουργείου Γεωργίας Νικόλαος Βοσυνιώτης, προσπαθώντας ως ειδικός να συνεισφέρει, για την καλλιέργεια της γης κατά τον πόλεμο, εκδίδει το 1941 έναν οδηγό καλλιέργειας του κήπου του σπιτιού, που τον ονομάζει «Ο λαχανόκηπος του σπιτιού» (ένας παρόμοιος πιο συνοπτικός οδηγός είχε εκδοθεί και το 1909 με τον τίτλο «Ο λαχανόκηπος» του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, που αποσκοπούσε στο να καθοδηγήσει στη δημιουργία λαχανόκηπων στους κήπους και τις αυλές των Ελλήνων, για να επιτευχθεί αυτάρκεια σε κηπευτικά στη χώρα). Με τον οδηγό αυτόν, ο Βοσυνιώτης αποβλέπει στο να πληροφορήσει για την καλλιέργεια της γης, ώστε να μπορέσει ο αναξιοπαθής Έλληνας να καλλιεργήσει κάθε σπιθαμή πολύτιμης του οίκου του γης, για ν' ανακουφισθεί από την πείνα. Εντύπωση πάντως προκαλεί η επισήμανσή του για τη διάθεση του περισσεύματος των παραγόμενων προϊόντων στην ελεύθερη αγορά, κάτι που δηλοί αγνόηση του πνεύματος της συλλογικής δράσης για την αντιμετώπιση των δεινών. Οι τραγικοί άνθρωποι δεν είχαν χρήματα για ν' αγοράσουν προϊόντα, γι' αυτό και κατέφευγαν στην προμήθεια αυτών με ανταλλαγή τους με πολύτιμα προσωπικά τους είδη. Ο μαυραγοριτισμός και η μαύρη αγορά ανθούσαν, και η εκμετάλλευση του αδυνάτου (του μη έχοντος τρόφιμα!) ήταν γεγονός. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν τίθονταν λόγος για ορθώς λειτουργούσα ελεύθερη αγορά!...
Διαβάζουμε σχετικά: «... Ένεκα λοιπόν των ανωμάλων περιστάσεων, ας διερχόμεθα, πρέπει οι διαθέτοντες μικράν έκτασιν γης πέριξ του σπιτιού των να μην την αφίσουν ανεκμετάλλευτον, παρά να καλλιεργήσωσι ταύτην διά λαχανικών, και ούτω, αφ' ενός μεν οι ίδιοι θα κατορθώσωσι να έχωσι τα αναγκαιούντα λαχανικά της οικογενείας των, αφ' ετέρου δε να διευκολύνουσι και τους μη διαθέτοντες χώρον διά καλλιέργειαν, όπως ευρίσκωσιν ευκολώτερον τα λαχανικά αυτών, εκ της ελευθέρας αγοράς. Οι διαθέτοντες κήπον καλλωπιστικόν ετησίων ανθέων, ας τον μεταβάλωσιν εις την περίστασιν ταύτην εις λαχανόκηπον. (...) Λαχανόκηπος του σπιτιού είναι ένα κομμάτι γης εις το οποίον γίνεται η καλλιέργεια των λαχανικών, που χρησιμεύουν διά τας ανάγκας μιας οικογένειας. Υπολογίζεται ότι απαιτείται έκτασις ενός στρέμματος διά μίαν οικογένειαν 5-6 ατόμων, δι' όλα τα λαχανικά του έτους» (Βοσυνιώτη Ν., «Ο λαχανόκηπος του σπιτιού», έκδοση Διον. Πετσάλη, Αθήνα 1941, σελ. 3 & 5).
του Αντώνιου Καπετάνιου
Δασολόγου, Περιβαλλοντολόγου
του Αντώνιου Καπετάνιου
Δασολόγου, Περιβαλλοντολόγου
(απόσπασμα από το δοκίμιό μου "Ο σχολικός κήπος", δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό www.greekarchitects.gr, 25 Μαρτίου 2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου