Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Η ιστορία της εγκατάστασης του έλατου στην Ελλάδα.

 Η ιστορία της εγκατάστασης του έλατου 

στην Ελλάδα.

Άρθρο του

Παύλου Κωνσταντινίδη 

Δασολόγος Ερευνητης ΙΔΕ
Στη φωτογραφία φαίνεται η αναμονή των φυτρωμένων ελάτων τα οποία περιμένουν με υπομονή την ευκαιρία τους να ξεπεταχτούν και να καταλάβουν χώρο στον όροδο των δένδρων.
        Δεκέμβρης και μπαίνουμε στο μήνα των γιορτών, με κυρίαρχο διακοσμητικό στοιχείο το έλατο. Το δένδρο μέσα στους αιώνες, πέρα από θρησκευτικό σύμβολο συγκεκριμένα το έλατο, εκτόπισε όλα τα άλλα από το διάκοσμο των Χριστουγέννων (καραβάκι, πεύκα).
Πως βρέθηκε στην Ελλάδα, από πού ήλθε πως προσαρμόσθηκε στην Ελληνική χερσόνησο; Πόσα είδη έλατου έχουμε στην πατρίδα μας; Ποια είναι η σχέση μεταξύ τους; Και το κυριότερο μπορούν τα μόνιμα ριζωμένα δένδρα στο έδαφος να μετακινηθούν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα απαντήσουμε για να αντιληφθούμε μέσα από την ιστορία της εξέλιξης του έλατου, πως μπορούν να επιβιώνουν τα φυτικά είδη σε ακραίες κλιματικές συνθήκες προσαρμοζόμενα κάθε φορά στις τοπικές συνθήκες κάθε περιοχής.
        Πριν από 30.000 χρόνια το έλατο δεν υπήρχε στην Ελληνική χερσόνησο. Υπήρχε στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη η λευκή ελάτη (Abies alba), ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, ψηλό και μακρόβιο (μπορεί να ζήσει από 500 ως και 600 χρόνια), ενώ σε μέγεθος είναι από τα μεγαλύτερα δέντρα ολόκληρης της ηπείρου.
        Όταν κατά τον πλειστόκαινο και συγκεκριμένα πριν από 110.000 χρόνια περίπου, ξεκίνησε η τελευταία παγετώδης περίοδος, στην Ευρώπη, οι παγετώνες κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της. Οι σπόροι της λευκής ελάτης διαθέτουν ένα πτερύγιο που τους βοηθά να μετακινούνται σε μεγάλη απόσταση από το μητρικό δένδρο. Έτσι με τη διασπορά των σπόρων της, άρχισε να υποχωρεί προς το νότο, αναζητώντας περιοχές που δεν είχαν καλυφθεί ακόμη από τους παγετώνες. Κέρδισε τη μάχη με το χρόνο και πριν ταφεί κάτω από τεράστια στρώματα πάγων, κατάφερε να φθάσει στο νότιο τμήμα της Ελληνικής χερσονήσου.
        Πριν 30.000 χρόνια και ενώ ολόκληρη η Ευρωπαϊκή ήπειρος ήταν πια ένας συνεχόμενος παγετός όγκος, στην Ελληνική χερσόνησο υπήρχαν βέβαια παγωμένοι χειμώνες, όμως η θερμοκρασία του Ιουλίου έφθανε και στους 18ο C, πράγμα που σημαίνει ότι τα χιόνια έλιωναν για αρκετούς μήνες. Έτσι έμενε χρόνος στο ψυχρόβιο έλατο για να μπορέσει να ευδοκιμήσει.
        Το έλατο λοιπόν βρέθηκε ως μετανάστης σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστεί για να ανταπεξέλθει και να επιβιώσει. Πρώτα από όλα έπρεπε να βρει χώρο ανάμεσα στα δρυοδάση, στα μαύρα πεύκα και στις οξιές, εκτοπίζοντάς τα. Ένας αφανής στα μάτια μας πόλεμος που γίνεται ακόμη και σήμερα, που δεν διαφέρει σε τίποτε από τους ανθρώπινους πολέμους για επικυριαρχία και εκμετάλλευση πόρων από τους νικητές. Έτσι ενίσχυσε την ικανότητά του να αναπτύσσεται στην σκιά των άλλων δένδρων με πολύ λίγο ήλιο.
        Το έλατο έμαθε να φυτρώνει και να παραμένει καχεκτικό σε θαμνώδες ύψος, περιμένοντας με υπομονή την ευκαιρία να ελευθερωθεί κάποιος χώρος. Όταν κάποιο δένδρο που εμποδίζει την ανάπτυξή του ξεραθεί ή μειωθεί η πυκνότητα των κλαδιών του, τότε το έλατο αρχίζει να αναπτύσσεται με μεγάλη ταχύτητα, διατρυπά τον ανώροφο και αρχίζει με την ανάπτυξή του να εκτοπίζει τα γηγενή δένδρα. Με το χρόνο προσάρμοσε το ριζικό του σύστημα ώστε να εκμεταλλεύεται το βαθύ, γόνιμο, χαλαρό και σχετικά υγρό έδαφος των ελληνικών βουνών.
        Σύντομα εκτόπισε τα περισσότερα είδη και κυριάρχησε στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Κατάφερε ακόμη να περάσει στην Κεφαλονιά και να καλύψει τον Αίνο. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα τελείως νέο είδος που πήρε το όνομα Κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonika) ή για πολλούς Ελληνική ελάτη.
        Πριν από 17.000 περίπου χρόνια, κατά τον ολόκαινο, η γη στρέφει τον άξονα της, ώστε να ξαναφέρει το παγωμένο βορινό της ημισφαίριο κόντρα προς τον ήλιο. Αρχίζει σιγά-σιγά να θερμαίνεται και οι πάγοι συρρικνώνονται υποχωρώντας προς τα βόρεια.
        Η λευκή ελάτη που συνυπήρχε με το εξελιγμένο δημιούργημά της, αλλά δεν κατάφερε να προσαρμοστεί, άρχισε να υποχωρεί και πάλι επιστρέφοντας στα παλιά της εδάφη. Υποφέροντας από τις ντόπιες υψηλές θερμοκρασίες, φθάνει στο θερμοόριό της το οποίο ήταν όπως και πριν τους παγετώνες τα βουνά της Μακεδονίας.
        Όμως το κενό που δημιουργήθηκε μεταξύ Νότιας Ελλάδας με την Κεφαλληνιακή και της Βόρειας Ελλάδας με την λευκή ελάτη άρχισε να καλύπτεται από ένα υβρίδιο των δύο ειδών που ονομάστηκε υβριδογενής ελάτη (Abies borissi-regis). Το υβρίδιο αυτό έχει πάρει τα χαρακτηριστικά και των δύο γονέων και καλύπτει σήμερα τη Θεσσαλία, μέρος της βόρειας Πίνδου και της χερσονήσου του Αγίου Όρους.
Έτσι όταν αγοράζουμε Ελληνικό έλατο θα ξέρουμε ότι είναι κάποιο από τα τρία είδη που περιγράψαμε. Εάν θελήσετε να τα ξεχωρίσετε είναι εύκολο.
- Οι βελόνες της λευκής ελάτης είναι χονδρές, εύκαμπτες με εγκοπή σχήματος ‘’ν’’ στην κορυφή τους (ακρόκοιλες). Οι βελόνες είναι τοποθετημένες σε δύο σειρές.
- Οι βελόνες της Κεφαλληνιακής είναι οξυκόρυφεs και στιλπνέs. Φυτρώνουν σε όλο το μήκος των κλαδίσκων με σπειροειδή διάταξη (μόνο στα νεαρά φυτά είναι δίσειρεs).
- Στην υβριδογενή ελάτη οι βελόνες στα κατώτερα κλαδιά είναι οξυκόρυφεs, αλλά μπορούμε να τις συναντήσουμε και με εγκοπή. Στα ψηλότερα κλαδιά οι βελόνες είναι μεγαλύτερες και αποκλειστικά οξυκόρυφεs.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ΔΕΝΤΡΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΔΕΝΤΡΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

        ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ: Ένα μεγάλο, υγιές, ώριμο δέντρο της πόλης που παρέχει σκιά και ψύξη, απορροφά σημαντική ποσότητα CO2 και παρέχει βιότοπο για χλωρίδα και πανίδα.
           

      ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ένα αστικό δέντρο που έχει εξασθενήσει για χρόνια και τελικά θα πεθάνει, χωρίς κλιματικό όφελος. 
        Δυστυχώς, συχνά βλέπουμε αυτό να συμβαίνει στην πράξη. Σκάβεται μια τρύπα και ένα μικρό δέντρο φυτεύεται σε ένα συχνά άκρως εχθρικό περιβάλλον με την προσδοκία ότι θα γίνει ένα μεγάλο και ώριμο δέντρο. Αυτό που πολλοί άνθρωποι φαίνεται να ξεχνούν είναι ότι η φύτευση ενός αστικού δέντρου απαιτεί εργαλεία για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Τις τελευταίες δεκαετίες, η πίεση  σε ότι φυσικό έχει ενταθεί και η αξία στα αστικά τετραγωνικά  έχει αυξηθεί.


           Κάθε μέτρο στο αστικό περιβάλλον χρησιμοποιείται εντατικά από τις παραπάνω και υπόγειες υποδομές, κυκλοφορία και ανθρώπους. Η επίτευξη μιας έξυπνης ισορροπίας μεταξύ πράσινου και γκρι είναι μια αυξανόμενη πρόκληση και γίνεται όλο και πιο σημαντική.
        Πιστεύω ότι είναι γνωστό σε όλους ότι οι συνθήκες στο αστικό περιβάλλον απέχουν πολύ από τις βέλτιστες για ένα δέντρο να αναπτυχθεί ισορροπημένο και να φτάσει γρήγορα στην ωριμότητα για να παραμείνει αποτελεσματικό και αποδοτικό στην παροχή οφελών που αναμένουμε μέχρι το στάδιο της φυσικής γερότητας.

    Αρκετοί παράγοντες όπως περιορισμένος χώρος, κακή διείσδυση αέρα & νερού, ρύπανση, περιορισμένη διαθεσιμότητα θρεπτικών στοιχείων και συμπίεση εδάφους μειώνουν την ανάπτυξη και τη διάρκεια ζωής του δέντρου. Καθώς τα δέντρα συνεχίζουν να μεγαλώνουν, τελικά θα συναντήσουν κάθε είδους εμπόδια που εμποδίζουν την ανάπτυξη τους.
        Ειδικότερα, η συμπίεση του εδάφους και οι υπόγειες υποδομές αποτελούν πρόβλημα για τα αστικά δέντρα, καθώς αποτελούν τις κύριες αιτίες της αδυναμίας των ριζών να αγκυροβοληθούν σωστά στο έδαφος και του περιορισμού νερού, αέρα και θρεπτικών συστατικών από τις ρίζες. Αυτό προκαλεί σταδιακή (αλλά μερικές φορές και ξαφνική) εξασθένηση και αυξάνει την πιθανότητα κατάρρευσης σε περίπτωση καταιγίδων ή ισχυρών ανέμων. Τελικά μια πολύτιμη επένδυση χάνεται γιατί ένα μεγάλο και ώριμο δέντρο, αλλά σε καλές συνθήκες, παράγει σημαντικά μεγαλύτερα κλιματικά οφέλη από τις νέες φυτεύσεις.
    Εάν υπάρχει ένας κρίσιμος παράγοντας για την ανάπτυξη και την υγεία των αστικών δέντρων, τόσο νέων όσο και υφιστάμενων, αυτός είναι ο όγκος γης που είναι διαθέσιμος για ριζική ανάπτυξη. Οι ρίζες απλά χρειάζονται χώμα για να αναπτυχθούν έτσι ώστε το δέντρο να σταθεροποιηθεί και να απορροφήσει θρεπτικά συστατικά από το χώμα. Εάν αυτή η ανάπτυξη αναστέλλεται από την έλλειψη χώρου ρίζας, το δέντρο θα εξασθενήσει πιο γρήγορα, θα είναι πιο ευάλωτο σε ασθένειες και παράσιτα και τελικά θα πεθάνει. Ειδικά στην περίπτωση των υπαρχόντων αστικών δέντρων, που αποφέρουν πολυάριθμα κλιματικά οφέλη, συμβάλλουν στον αισθητικό χαρακτήρα ενός τόπου και εγγυώνται την κοινωνική συνοχή, πρόκειται για πραγματική σπατάλη.
        Να γιατί είναι απαραίτητο να κάνουμε τα υπάρχοντα δέντρα «μελλοντικά αποδεικτικά», δίνοντάς τους την ευκαιρία να αναπτυχθούν χωρίς περιορισμούς.
        Υπάρχουν αρκετές καινοτόμες τεχνικές για κάθε φορά που δημιουργούν βέλτιστο όγκο εδάφους για νέα και υπάρχοντα αστικά δέντρα, τα οποία εφαρμόζονται κάτω από το πλακόστρωτο και είναι αρκετά ανθεκτικά για να αντέξουν βαρύτερα φορτία κυκλοφορίας, το δέντρο δεν πάσχει πλέον από συμπίεση εδάφους.

        Αυτά τα συστήματα γενικά αποτελούνται από αρθρωτές μονάδες, συμπεριλαμβανομένων σωλήνων εξαερισμού, αγκύρωση ρίζων πέλματος (με νέα φύτευση) και πάνελ καθοδήγησης ρίζας. Οι σωλήνες εξαερισμού χρησιμοποιούνται για να παρέχουν στο δέντρο επαρκή αερισμό και άρδευση.
          Η αγκύρωση της μπάλας του δεντρου  εξασφαλίζει ότι  είναι σταθερά αγκυροβολημένο από ανθεκτικές αγκυρωσεις που είναι συνδεδεμένες με την  υπόβαση ή με αγκύρωση στο έδαφος. Τα πλαίσια  οδηγών ρίζας όπου φυτεύονται μεσα τα δεντρα, ή αντιριζικές μεμβράνες  έχουν τη λειτουργία να καθοδηγούν τις ρίζες των δέντρων κάθετα προς τα κάτω, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν να αναπτύσσονται οριζόντια κάτω από το πλαίσιο. Αυτό εμποδίζει το δέντρο να ασκήσει ριζική πίεση και να καταστρεψει το πεζοδρόμιο. Επιπλέον, το σύστημα συνδέεται συχνά με ένα αποχετευτικό κανάλι έτσι ώστε το δέντρο να μπορεί να απορροφήσει καλύτερα νερό και να είναι λιγότερο πιθανό να υποστεί ξηρασία.
        Ο παραδοσιακός τρόπος φύτευσης δέντρων – σκάβοντας μια τρύπα και φύτευση ενός δέντρου – είναι η αστική ιστορία. Τα αστικά δέντρα απλά συναντούν πάρα πολλά εμπόδια για την υγιή γήρανση. Για να επιτευχθεί ο απαραίτητος όγκος ριζών για να ευδοκιμήσει μεταξύ των αστικών υποδομών, τα περιγραφόμενα συστήματα (παρόμοια αλλά πωλούνται με διαφορετικές ονομασίες λόγω εκδόσεων ευρεσιτεχνίας) για νέες φυτεύσεις και για υπάρχοντα δέντρα. Με αυτόν τον τρόπο τα δέντρα έχουν την ευκαιρία να γεράσουν με ασφάλεια στην πόλη και οι προσδοκίες γίνονται πραγματικότητα!

(πηγή από το https://treebuilders και ιστοτοπο Arboricoltura Urbana-Arboriculture and Urban Forestry di Francesco Ferrini )

Απόδοση στα Ελληνικά  
Κώστας Τάτσης 
Γεωπόνος Κηποτέχνης 

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Το πεύκο στην Ελλάδα

 Το πεύκο στην Ελλάδα

του Αντωνιου Β. Καπετάνιου
 Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος

Ιστορία και οικολογία του πεύκου

        Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κατηγορίες πεύκων. Είναι τα πεύκα των χαμηλών υψομέτρων, τα θερμόβια πεύκα, και τα πεύκα των μεσαίων και μεγάλων υψομέτρων. Στα πρώτα, που είναι και τα συνηθισμένα στον ελληνικό χώρο, υπάγονται δύο βασικά είδη πεύκων, η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη, λιγότερο δε η κουκουναριά, λόγω της περιορισμένης γεωγραφικής της εξάπλωσης. Στα δεύτερα υπάγονται δύο κύρια είδη ελληνικών πεύκων, η μαύρη πεύκη (η αποκαλούμενη ως “μαυρόπευκο”) και η δασική πεύκη, ενώ μικρότερη εξάπλωση από τα ψυχρόβια ελληνικά πεύκα έχουν η λευκόδερμος πεύκη, καθώς και η βαλκανική πεύκη, στη Βόρειο Ελλάδα.
            Το θερμόβιο πεύκο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δένδρο της μεσογειακής Ελλάδας. Αυτής που τη βρέχει η Μεσόγειος και τη διαμορφώνει κλιματικά και φυσιογνωμικά/φυσιογνωστικά, δίνοντάς της το «χάρισμα» της θερμότητας, της φωτεινότητας, της ηπιότητας, μα και της ξηρότητας όπως και της στέρησης –καθότι, υπό μιαν άλλη οπτική, ακόμα και η στέρηση βλέπεται θετικά στην Ελλάδα, στο βαθμό που δημιουργεί τις συνθήκες για προσφορά στο επίπεδο του μπορετού, του «ολίγου», του «ελαχίστου». Σε αυτό το επίπεδο βρίσκει έκφραση το πεύκο και μπορεί στη στέρηση να φτιάχνει φύση μοναδική. Κάποιες φορές θα καμφθεί, θα συστριφτεί, θα νανοποιηθεί, θ’ απομυζηθεί, θ’ αποσκελετωθεί, μα δε θα λυγίσει και θα συνεχίσει να δίνει ζωή στη φτωχή γη. Σε μιαν αντίθετη πορεία με τις καθεστώσες καταστάσεις της ζωής, που θέλουν το θαλλό νάν’ στα χλοερά, το πεύκο οστεώνεται, στεγνώνει, φυραίνει, για να σταθεί στ’ ασφριγή και τα έσχατα. Πα σε βράχους, πα σε ξερή λεπτή γη, σε τόπους «αδύνατους», ισχνούς στήνεται. Με «σισύφειους μόχθους» κρατείται, έχοντας όμως τύχη αγαθή. Ο ανείπωτος τούτος, ο αΰμνητος άθλος του, δεν προσέχθηκε, δεν ιδώθηκε στο σύγχρονο ζην, ακριβώς επειδή δεν εννοήθη και εφάνη μικρός ή και βλαβερός (κατά τα νεωτερικά κριτήρια…) ο ρόλος του πεύκου στη ζωή του Νεοέλληνα!
Η πεύκη, όπως θηλυκά καλείται το πεύκο, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η μεταμόρφωση της νύμφης Πίτυος. Η Πίτυς αγάπησε τον Πάνα, που την πλάνεψε με τον αυλό του. Τούτο προξένησε τη ζυλοτυπία του Βορέα, ο οποίος χολωμένος την πέταξε μ’ ένα φύσημά του στα βράχια. Εκεί, η Μάνα Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε δένδρο. Έκτοτε απολαμβάνει το φως και τη χαρά του ήλιου και στεφανώνει τον Πάνα, προσφέροντάς του τη σκιά της, ενώ, όταν φυσά ο Βοριάς, τον γαληνεύει με το λιτό πράσινο φόρεμά της και με το τραγούδι της, στ’ οποίο τη συντροφεύει ο Πάνας με τον αυλό του.
            Για να κατανοήσουμε τον οικολογικό ρόλο του πεύκου, ας σκεφτούμε ιστορικά σε σχέση με την ελληνική φύση: πώς αυτή συνθέτονταν και πώς απογίνηκε (περιορίζουμε εν προκειμένω τη σκέψη μας στη μεσογειακή φύση της Ελλάδας, όπως αυτή συγκροτείται στα δύσκολα ξηροθερμικά της περιβάλλοντα, καθότι μας ενδιαφέρει το θερμόβιο πεύκο). Η άλλοτε δρυούσα Ελλάδα, η κυριαρχημένη από την ευλογημένη δρυ, μετάβηκε σ’ έναν έτερο τύπο κυριαρχούντων οικοσυστημάτων, λόγω της συντελεσθείσας περιβαλλοντικής (οικολογικής, ορθότερα) οπισθοδρόμησης, στον τύπο των θερμόβιων πευκοδασών (της χαλεπίου και τραχείας πεύκης). Υποχωρούσε η δρυς και επεκτείνονταν το πεύκο, που έχει ισχυρή την εποικιστική ικανότητα. Τούτο γινόταν φυσικώς, αποτελούσε μια φύσει κατάσταση η οποία προέκυπτε βεβαίως από την ανθρώπινη επέμβαση, όμως η ίδια η φύση, θεραπευτικά ων λειτουργούσα, αποκαθιστούσε την υποβάθμιση με νέα φύση προσαρμοσμένη στα δεδομένα αυτής της υποβάθμισης.
Μην κατακρίνουμε λοιπόν τα πευκοδάση και τα καταδικάζουμε για τη φτωχότητα και την ευφλεξιμότητά τους, κάτι που γίνεται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, διότι αυτά είναι δικό μας δημιούργημα, ως αποτέλεσμα του τρόπου που διαχειριστήκαμε τη γη –σε όποιο επίπεδο κι αν λογίζεται η ανθρώπινη διαχείριση σε σχέση με το ζην. Τα πευκοδάση καλώς ήλθαν κι επικράτησαν διότι αυτός ήταν ο φυσικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο η φύση έπρεπε να καλύψει τα κενά της ανθρώπινης υποβάθμισης. Η δρυς υποχωρούσε διότι αδυνατούσε ν’ ανταπεξέλθει οικολογικά στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε ο άνθρωπος, ο οποίος την καλούσε ν’ ανταποκριθεί σε περιβάλλοντα περισσότερο καταπιεσμένα, φτωχότερα και ξηρότερα. Το πεύκο το μπορούσε, έχοντας αυτή τη θαυμαστή ικανότητα της προσαρμογής στην πτωχεία. Και καλώς ήλθε κι έμεινε, υπό την έννοια που ήλθε…
                Το πεύκο ημπορεί την προσαρμογή στην ακρότητα. Είναι λιτοδίαιτο και ολιγαρκές είδος, και το μόνο που απαιτεί είναι φως, που αυτό το έχει άφθονο η Ελλάδα. Το μυστικό του, δε, είναι η ρητίνη, που είναι βασική ύλη για τη λειτουργία του. Η ρητίνη ενοχλεί τον άνθρωπο διότι κάνει «επικίνδυνο» για φωτιά το δένδρο, κι αποτελεί μία από τις αιτίες που καταδικάζεται. Η ρητίνη περιέχεται σε αγωγούς του κορμού και του φλοιού του πεύκου, που ονομάζονται ρητινοφόροι αγωγοί κι αποτελούν ένα δίκτυο συγκοινωνούντων αγγείων. Πέραν όμως των βασικών ρητινοφόρων αγωγών που είναι ενσωματωμένοι στη δομή του κι εξυπηρετούν τη βιολογική του λειτουργία, υπάρχουν και οι εκχυματικοί τραυματικοί ρητινοφόροι αγωγοί, οι οποίοι όταν προκληθούν με τραυματισμό του δένδρου από διάφορες αιτίες (πληγώσεις, άνεμο, φωτιά, κεραυνό, πουλιά κ.ά.) εκκρίνουν τη ρητίνη, που είναι ένα πυκνόρρευστο, κολλώδες, άχρωμο υγρό, που καλύπτει την πληγή και προστατεύει το δένδρο από προσβολές υγρασίας, σήψης και ξηροφθόρων εντόμων. Αυτοί οι αγωγοί ευθύνονται κατά βάσιν για τη μεγάλη ευφλεξιμότητα του πεύκου.
                    Το πεύκο είναι δένδρο της Μεσογείου, είναι δένδρο ελληνικό. Αιώνες ακατάβλητης πορείας και προσαρμογών το υπέδειξαν ως αντιπροσωπευτικό, ως κατάλληλο φυτικό είδος του «δύσκολου» μεσογειακού περιβάλλοντος. Η ευφλεξιμότητά του προκύπτει από τη φύση του, που συνδυάζεται με τη λιτότητά του και την ολιγάρκειά του.
        Στα φυσικά οικοσυστήματα που βρίσκονται σε περιοχές της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης, η φωτιά γενικά αποτελεί οικολογικό παράγοντα διαχείρισής τους, όταν βέβαια συμβαίνει σε χρόνους ανεκτούς για την επαναφορά κι ανανέωση του οικοσυστήματος κι όταν δεν παρεμβάλλεται στον ενδιάμεσο χρόνο κάποιος παράγοντας που δρα αποτρεπτικά ως προς αυτό (νέα φωτιά, βόσκηση, ανθρώπινη δραστηριότητα στα καμένα εδάφη, εκχερσώσεις κ.ά.) Η φωτιά αποτελεί γενικά ρυθμιστικό, εξισορροπιστικό παράγοντα στα οικοσυστήματα του πλανήτη του μεσογειακού τύπου κλίματος (τέτοιες περιοχές είναι η λεκάνη της Μεσογείου, η Καλιφόρνια, η Χιλή, η Νότια Αφρική και η Νοτιοδυτική & Νότια Αυστραλία).
            Ο κλιματικός αυτός τύπος, χαρακτηρίζεται από τα ξηρά και με υψηλές θερμοκρασίες καλοκαίρια, στα οποία οι βροχές είναι λιγοστές μα όταν συμβαίνουν έχουν μεγάλη ραγδαιότητα, και από τους ήπιους χειμώνες, με μικρά ή μεσαία ύψη βροχής. Η βλάστηση των περιοχών με τον εν λόγω τύπο κλίματος είναι συγκεκριμένη, τα είδη είναι κωνοφόρα (θερμόβια πεύκα, κυπαρίσσια), πλατύφυλλα με δερματώδη ή σκληρά φύλλα και αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι, ενώ τα φρύγανα αποτελούν μεν (κατά κανόνα) οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όμως ο οικολογικός ρόλος τους για την μετά την αποδρομή κατάσταση και τη μετέπειτα φυσική εξέλιξη, είναι σημαντικός.
            Τα θερμόβια μεσογειακά φυτικά είδη, ανέπτυξαν συγκεκριμένους μηχανισμούς προσαρμογής, ώστε ν’ ανταποκρίνονται στις δύσκολες συνθήκες που τους έλαχε να βρεθούν. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι η αλληλοπάθεια (διάχυση ανασταλτικών ουσιών στο έδαφος, για να μην φυτρώνουν σπόροι άλλων φυτών ή να μην αυξάνεται το ριζικό σύστημα ανταγωνιστικών ετήσιων φυτών), η αειφυλλία (διατήρηση επί μακρόν των φύλλων, για να μη σοκάρεται το φυτό με την έκπτυξη νέων, που είναι μια διαδικασία που απαιτεί κατανάλωση πολύ μεγάλης ποσότητας νερού και πρέπει ν’ αποφεύγεται κατά την κρίσιμη θερινή περίοδο), η σκληροφυλλία (ύπαρξη αδιάβροχων κηρωδών ουσιών κάτω από την επιδερμίδα των φύλλων, που προσδίδουν χαρακτηριστική σκληρότητα, χάρη στην οποία παγιδεύεται νερό, που διαφορετικά θα εξατμιζόταν λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του θέρους), το κλείσιμο των στοματίων των φύλλων κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, για να καταστέλλονται οι λειτουργίες του φυτού σε στιγμές θερμοκρασιακού σοκ, η ύπαρξη αγκαθιών ή δηλητηριωδών ουσιών, για την απομάκρυνση των ζώων που θα τα βοσκήσουν και θα τα θίξουν, η ύπαρξη βελονοφορίας ή λεπιδοφορίας στα κωνοφόρα, για να μειώνονται οι απαιτήσεις σε νερό και θρεπτικές ουσίες της φυλλικής επιφάνειας, η δημιουργία επιπολαιοριζίας και απλωριζίας, για την περισσότερη και καλλίτερη επιφανειακή εκμετάλλευση των υδατικών και θρεπτικών παροχών.
                Λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών για την αποσύνθεση και χουμοποίηση της οργανικής ύλης των κωνοφόρων, δημιουργείται υπερσυσσώρευσή της σ’ επίπεδα ανασταλτικά για την ομαλή λειτουργία τους. Ένα πευκοδάσος μετά τα 30 έτη του δημιουργεί επί του εδάφους μια μυκητοπαγή πλάκα, αποτελούμενη από τις βελόνες του που πέφτουν και δε χουμοποιούνται, από τη λοιπή πεύκινη οργανική ύλη, καθώς και από μυκήλια μυκήτων. Το πάχος αυτής της πλάκας διά των ετών μεγαλώνει συνεχώς καθιστώντας δύσκολη έως αδύνατη τη φύτρωση των σπόρων του πεύκου ή άλλων φυτών, ή, στην περίπτωση της φύτρωσής τους, εμποδίζει την ανάπτυξή τους. Τούτο το γεγονός, σε συνδυασμό με την αλληλοπάθεια της ανταγωνιστικής βλάστησης, που επηρεάζει τα φυτάρια πεύκης, αλλά και την πυκνή παρουσία των θάμνων του υπορόφου, οδηγεί σε σημαντικό περιορισμό ή εξάλειψη της αναγέννησης του πεύκου, τ’ οποίο επιπροσθέτως, ως φωτόφιλο είδος, επιζητεί το άπλετο ηλιακό φως για ν’ αναπτυχθεί. Υπό τις ασφυκτικές συνθήκες αυτές, συγκροτούνται υπερώριμα γηρασμένα πευκοδάση (λόγω έλλειψης αναγέννησης), με αντιστάσεις μικρές, τα οποία, όπως προείπαμε, μοιραία καταπίπτουν πιο εύκολα (σε σχέση με τα νεότερα) στον παράγοντα της φωτιάς. Αυτή τα απελευθερώνει από την υπερσυσσωρευμένη οργανική αχουμοποίητη ύλη τους και τα οδηγεί στην ταχεία, μετά τη φωτιά, αναγέννησή τους.
                Μετά την πυρκαγιά, ριζοβλαστήματα δίνουν νέα θαμνώδη φυτά, ενώ τα πεύκα «σκορπούν» παντού σπόρους, με την έκρηξη των κώνων τους. Το πεύκο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη του φυτικού βασιλείου, που ρίχνουν τους σπόρους και καρπούς τους στη γη, αυτό κρατά το 30% περίπου των ώριμων κώνων στο δένδρο για 5 με 10 χρόνια μετά την ωρίμανσή τους, ακριβώς για να εξυπηρετηθεί η αναγέννησή του. Οι δε κώνοι δεν επηρεάζονται από τη φωτιά (δεν καίγονται) και κρατούν κλειστούς τους σπόρους τους και προφυλαγμένους μέχρι και 48 ώρες μετά από αυτήν, για να διασφαλιστεί η φύτρωσή τους (να μην πέσουν στην καμένη γη όταν η φωτιά σε αυτή δεν έχει σβήσει).
                Μπορεί να μετρηθούν μέχρι και 1.000 σπόροι πεύκου στο τ.μ. σ’ ένα ώριμο πευκοδάσος, κατά τη διασπορά τους μετά τη φωτιά. Βέβαια, δεν φυτρώνουν όλοι. Ένα σημαντικό μέρος τους χάνεται, είτε γιατί τρώγεται από τα πουλιά ή τα τρωκτικά είτε γιατί σαπίζει, όμως ένα άλλο μέρος αυτών, επίσης σημαντικό, φυτρώνει. Υπάρχει δε η πρόνοια στο σοφό τούτο δένδρο να μη φυτρώνουν οι διασπαρμένοι σπόροι του με την πρώτη βροχή, καθώς τα φυτάρια τότε, λόγω των θερινών συνθηκών, θα ξεραθούν. Τούτο επιτυγχάνεται με την κάλυψη των σπόρων με ανασταλτικές ουσίες φύτρωσης. Φυτρώνουν κάπως αργότερα, με τις φθινοπωρινές βροχές (απαιτούνται περίπου 25 εκατ. βροχής για να συμβεί αυτό), καθώς τότε ξεπλένονται από τις ανασταλτικές ουσίες που περιβάλλονται. Οι σπόροι βρίσκουν με τη φύτρωσή τους ένα πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες υπόθεμα γης, το «λίπασμα» της στάχτης από τη φωτιά, και ενεργοποιούνται. Το νέο δάσος, σε κάμποσα χρόνια θα είναι γεγονός˙ εάν βέβαια ο άνθρωπος το επιτρέψει…
            Πρέπει ακόμα να επισημανθεί η προσφορά του πεύκου στην κλιματική αλλαγή, μια σημαντική προσφορά που δεν έχει αξιολογηθεί στο βαθμό που θάπρεπε. Έχει ανακαλυφθεί ότι οι ρητινούχες μυρωδιές των πεύκων δημιουργούν μικροκλίμα λειτουργώντας αποτρεπτικά στη συντελούμενη κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, οι δυνατές οσμές των πτητικών οργανικών ουσιών που αναδίδουν τα πεύκα και γενικότερα τα κωνοφόρα δένδρα, μετατρέπονται σε αερολύματα και νέφη σωματιδίων πάνω από τα πευκοδάση. Το παραπάνω γεγονός διευκολύνει το σχηματισμό κανονικών νεφών στην ατμόσφαιρα και την παρεμπόδιση της ηλιακής ακτινοβολίας να φθάσει στο έδαφος, καθώς αντανακλάται πίσω στο διάστημα. Τα αέρια που εκλύονται από τα πεύκα μπορούν να σχηματίσουν αερομεταφερόμενα στερεά ή υγρά σωματίδια μεγέθους ενός έως 100 νανομέτρων (δισεκατομμυριοστών του μέτρου), τα οποία αντανακλούν τις προσπίπτουσες ηλιακές ακτίνες και, παράλληλα, αποτελούν τους πυρήνες για τη συμπύκνωση των υδρατμών και τον σχηματισμό των νεφών της βροχής.
            Νέες έρευνες επί της κλιματικής επιδράσεως των πεύκων έδειξαν ότι ένα αρωματικό μόριο που εκλύεται από κάποιο πεύκο, συνδυάζεται με το όζον της ατμόσφαιρας, παράγοντας ελεύθερες ρίζες, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν νέα μόρια οξυγόνου. Αυτά τα νέα μεγαλύτερα μόρια οξυγόνου συμπυκνώνονται σε μικρά σωματίδια στερεάς ή υγρής κατάστασης και είναι τόσα πολλά, που τελικά επιδρούν στο κλίμα θετικά μέσω της δημιουργίας νεφών. Εκτιμάται ότι οι μυρωδιές των πεύκων ευθύνονται περίπου για τις μισές από τις συνολικές εκπομπές αερολυμάτων από ένα δάσος κωνοφόρων. Καθώς τα δένδρα εκλύουν πολύ περισσότερες τέτοιες αρωματικές ουσίες, όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία του περιβάλλοντος, το γεγονός αυτό θα αποτελέσει «φρένο» κατά της κλιματικής αλλαγής, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
        Το θερμόβιο πεύκο είναι το δένδρο που (υπο)στήριξε πόλεις και τις κράτησε όρθιες με το περιαστικό του τοίχος, από πλημμυρισμούς και κατολισθήσεις. Είναι αυτό που «ζωντάνεψε» τα γύρω από τις πόλεις και τους ελληνικούς οικισμούς εδάφη, που κάλυψε με το αχνό πέπλο του τη στέρηση και δημιούργησε θαλερότητα, εκεί όπου η απελπισιά έκαμε κάθε προσπάθεια να φαίνεται μάταιη. Είναι, τέλος, κείνο που δέσμευσε δημόσια εδάφη και τα διασφάλισε (ως το βαθμό που τούτο ήταν δυνατό) από τον καταπατητή Έλληνα. Ακόμα, είναι αυτό που έδωσε προϊόντα (ξύλο, πευκοφλοιό, κουκουνάρι κ.ά.) και ανεκτίμητες άυλες υπηρεσίες. Έβλαψε δηλαδή το πεύκο πα στο βράχο της Ακρόπολης, στο βράχο της Ακροναυπλίας, στο κάστρο της Ναυπάκτου, στο λόφο της Γορίτσας στο Βόλο; Είμαστε βέβαιοι πως όχι. Το πεύκο εντάχθηκε στο ιστορικό σύνολο, άρμοσε με τον περίγυρο, αναβάθμισε το φυσικό περιβάλλον, ανέδειξε το τοπίο. Γιατί λοιπόν η επίκρισή του; Στους «πευκώνες», όπως θα έπρεπε να τους αποκαλούσαμε, αν δεν τους σαρκάζαμε αποκαλώντας τους υποτιμητικά «πευκιάδες»!, οφείλουμε…