Η ρετσινολαδιά (RICINUS COMMUNIS oik.Euphorbiaceae) και ειδικά οι σπόροι του παράγουν το Ρετσινολαδο,το οποίο προκαλεί εξαντλητική διάρροια.
Είχε χρησιμοποιηθεί σαν ανακριτικό μέσον(Μανιαδακης επι Ι.Μεταξα).-
Περιέχει το αλκαλοειδές ρικινη. Από τους σπόρους παράγεται το Καστορέλαιο.-
Εξόχως καλλωπιστικό μεν αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιήται ανεξέλεγκτα σε κοινόχρηστους και ιδιωτικούς χώρους η σχολικές αυλές λόγω των δηλητηριωδών προσόντων του(σπόροι,κλάδοι,φύλλα).-Σε ήπιες κλιματικές συνθήκες φθάνει στα 10 μ. ύψος
.-
Το εντυπωσιακό του φύλλωμα ( σε νεαρή ηλικία είναι πολύ μεγάλα) όταν συνεργασθεί με χρώματα πολυετών και ετησίων ποωδών σε πολύ εκτεταμένα παρτέρια (συσταδικα,και όχι μεμονωμένα) παράγει εξαιρετικά αποτελέσματα.-
Για να αποφεύγονται δυσάρεστες εκπλήξεις προτιμότερος είναι ο αποκλεισμός της
χρήσης του σε ανθοκομικά έργα.- Δεν έχει σχέση με το IXODES RICINUS,το γνωστό στους κτηνοτρόφους τ σ ι μ π ο υ ρ ι(μου έγινες τσιμπούρι).-
Δ.Παπαδημας
Το ότι είναι τοξική δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται. Η τοξικότητα πρέπει να
συνδυάζεται με τις πιθανότητες κακής χρήσης και με τον πιθανό χρήστη για να
βγει η επικινδυνότητα.
Θέλει μια ιδιαίτερη διαχείριση του χώρου φύτευσις της για να μην μπορούν να την πολυ-πλησιάσουν και για να καρπώνομαι ταυτόχρονα το ιδιαίτερο αισθητικό
(οπτικό) αποτέλεσμα που δίνει.
*Μιχάλης Αναστασιάδης
συνδυάζεται με τις πιθανότητες κακής χρήσης και με τον πιθανό χρήστη για να
βγει η επικινδυνότητα.
Θέλει μια ιδιαίτερη διαχείριση του χώρου φύτευσις της για να μην μπορούν να την πολυ-πλησιάσουν και για να καρπώνομαι ταυτόχρονα το ιδιαίτερο αισθητικό
(οπτικό) αποτέλεσμα που δίνει.
*Μιχάλης Αναστασιάδης
Τι φυτό είναι το Κίκι το Κοινό;
Είναι ένα φυτό που είναι καιρός πλέον να καλλιεργηθεί συστηματικά στον τόπο μας διότι είναι εξασφαλισμένη η καλλιεργητική επιτυχία του, διότι έχει πλούσιας αποδόσεις, διότι είναι καταναλώσιμο το προϊόν του, διότι είναι αυτοφυές εις την Ελλάδα, διότι επιβοηθεί το κλίμα της χώρας, μας την ευδοκίμηση του, διότι δίδει υποπροϊόντα πρώτης ανάγκης και μεγάλης χρησιμότητας, διότι καλλιεργούμενο θα πρόσθεση καινούργια εισοδήματα στην Ελληνική Αγροτική οικογένεια.
Λίγη ιστορία
Πριν προχωρήσουμε θα σάς πούμε και λίγη ιστορία για το πολύτιμο αυτό φυτό. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Πατρίδα του θεωρείτε η Ινδία. Στην χώρα αυτή από αμνημονεύτων χρόνων χρησιμοποιούν τον σπόρο του Κρότωνος ως uεραπευτικό μέσο. Στην Αίγυπτο είχε μεγάλη πέραση. Ο Ηρόδοτος μας δίδει σχετικές πληροφορίες. Μας λέει ότι με το λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του αλείφονταν οι Αιγύπτιοι που κατοικούσαν σε μέρη που είχαν έλη. Ο Ηρόδοτος το φυτό αυτό το ονομάζει «Σιλλικύπριον» λέει δε ότι οι Αιγύπτιοι το καλλιεργούσαν στις όχθες των ποταμών και των λιμνών, ενώ στην Ελλάδα ήταν έκτοτε αυτοφυές. Κάνει επίσης λόγο για τον τρόπο με τον οποίο έβγαζαν το λάδι από τούς σπόρους. Αυτό το λάδι, το σημερινό ρετσινόλαδο, ήτανε παχύ και χρησίμευε και για φωτισμό. Μέσα σε Αιγυπτιακός σαρκοφάγους βρέθηκαν σπόροι που είχαν τεθεί εκεί από πολλές χιλιάδες χρόνια.
Ο Θεόφραστος ονόμαζε το φυτό αυτό «Κρότωνα», ο δε Διοσκουρίδης το αναφέρει υπό το όνομα Κίκι, Κρότων και Σέσελι Κύπριον λέει δε ότι αυτό ονομάζεται Κρότων διότι το σπέρμα του μοιάζε με τον Κρότωνα δηλ. το τσιμπούρι που κάθεται στο σώμα των σκυλιών και των προβάτων. Ο Πλίνιος επίσης αναφέρει ότι το λάδι του χρησίμευε για φωτισμό. Ο Διοσκουρίδης το περιγράφει ως εξής: Είναι δένδρο που έχει μέγεθος μικρής συκιάς. Ότι έχει φύλλα που μοιάζουν με τα πλατάνια, άλλα αυτά είναι μεγαλύτερα, τελειότερα και σκουρότερα. Οι κλάδοι του είναι κοίλοι όπως το καλάμι, ο δε καρπός του βρίσκεται μέσα σαν σε τσαμπί σταφυλιού και όταν εκλεπισθεί μοιάζει σαν τον Κρότωνα (το τσιμπούρι) των ζώων.
Είναι ένα φυτό που είναι καιρός πλέον να καλλιεργηθεί συστηματικά στον τόπο μας διότι είναι εξασφαλισμένη η καλλιεργητική επιτυχία του, διότι έχει πλούσιας αποδόσεις, διότι είναι καταναλώσιμο το προϊόν του, διότι είναι αυτοφυές εις την Ελλάδα, διότι επιβοηθεί το κλίμα της χώρας, μας την ευδοκίμηση του, διότι δίδει υποπροϊόντα πρώτης ανάγκης και μεγάλης χρησιμότητας, διότι καλλιεργούμενο θα πρόσθεση καινούργια εισοδήματα στην Ελληνική Αγροτική οικογένεια.
Λίγη ιστορία
Πριν προχωρήσουμε θα σάς πούμε και λίγη ιστορία για το πολύτιμο αυτό φυτό. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Πατρίδα του θεωρείτε η Ινδία. Στην χώρα αυτή από αμνημονεύτων χρόνων χρησιμοποιούν τον σπόρο του Κρότωνος ως uεραπευτικό μέσο. Στην Αίγυπτο είχε μεγάλη πέραση. Ο Ηρόδοτος μας δίδει σχετικές πληροφορίες. Μας λέει ότι με το λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του αλείφονταν οι Αιγύπτιοι που κατοικούσαν σε μέρη που είχαν έλη. Ο Ηρόδοτος το φυτό αυτό το ονομάζει «Σιλλικύπριον» λέει δε ότι οι Αιγύπτιοι το καλλιεργούσαν στις όχθες των ποταμών και των λιμνών, ενώ στην Ελλάδα ήταν έκτοτε αυτοφυές. Κάνει επίσης λόγο για τον τρόπο με τον οποίο έβγαζαν το λάδι από τούς σπόρους. Αυτό το λάδι, το σημερινό ρετσινόλαδο, ήτανε παχύ και χρησίμευε και για φωτισμό. Μέσα σε Αιγυπτιακός σαρκοφάγους βρέθηκαν σπόροι που είχαν τεθεί εκεί από πολλές χιλιάδες χρόνια.
Ο Θεόφραστος ονόμαζε το φυτό αυτό «Κρότωνα», ο δε Διοσκουρίδης το αναφέρει υπό το όνομα Κίκι, Κρότων και Σέσελι Κύπριον λέει δε ότι αυτό ονομάζεται Κρότων διότι το σπέρμα του μοιάζε με τον Κρότωνα δηλ. το τσιμπούρι που κάθεται στο σώμα των σκυλιών και των προβάτων. Ο Πλίνιος επίσης αναφέρει ότι το λάδι του χρησίμευε για φωτισμό. Ο Διοσκουρίδης το περιγράφει ως εξής: Είναι δένδρο που έχει μέγεθος μικρής συκιάς. Ότι έχει φύλλα που μοιάζουν με τα πλατάνια, άλλα αυτά είναι μεγαλύτερα, τελειότερα και σκουρότερα. Οι κλάδοι του είναι κοίλοι όπως το καλάμι, ο δε καρπός του βρίσκεται μέσα σαν σε τσαμπί σταφυλιού και όταν εκλεπισθεί μοιάζει σαν τον Κρότωνα (το τσιμπούρι) των ζώων.
Ποιοι το καλλιέργησαν στην Ελλάδα στο παρελθόν
Είπαμε ότι το φυτό αυτό ήτανε πολύ γνωστό κατά την αρχαιότητα. Είπαμε ότι από τότε βρίσκεται αυτοφυές στο τόπο μας. Τώρα θα πούμε με λίγα λόγια για κείνους πού το πρόσεξαν από την εποχή ακόμη του Όθωνος.
Πρώτον θα αναφέρουμε τον Γεωπόνο Γρηγόριο Παλαιολόγο ο όποιος το ονομάζει Κίκι ή ρικινόφυτο και ο οποίος το καλλιέργησε ο ίδιος στα 1832. Ήταν ενθουσιασμένος από την καλλιέργεια αυτή. Γράφει στα 1833 τα έξης: «Το κλίμα της Ελλάδος είναι πολύ αρμόδιο για το ρίκινο, το οποίο φύτευσα και εγώ και άλλοι σε διάφορα μέρη και παντού μεγάλωσε με ορμή και καρποφόρησε. Το φυτό ψηλώνει 6 πόδια, είναι πλατύφυλλο και όμορφο, ζει πολλούς χρόνους και παράγει από τον πρώτο ακόμη χρόνο, αν φυτευτή εγκαίρως δηλ. τον Φεβρουάριο και σκαλιστεί δύο και τρεις φορές. Ο σπόρος του είναι όμοιος με φασούλι και εμπεριέχεται εις ακανθώδεις μικρούς κελύφους, ωριμάζει περί τον Αύγουστο και πωλείται σε καλή τιμή». Ο Παλαιολόγος από τα 1833 φωνάζει να καλλιεργούμε αυτό το φυτό. Λέει «Συστήνω στους γεωργούς μας την καλλιέργεια αυτού, ω ς επικερδή και εύκολη. Το ονομάζει δε ρίκινο από το Ιταλικό ricino που θα πει τσιμπούρι. Ύστερα από τον Γεωπόνο Παλαιολόγο καλλιέργησε δοκιμαστικώς το φυτό αυτό και ο Γεωπόνος Π. Γεννάδιος στη Θεσσαλία εδώ και 60 περίπου χρόνια. Τα πειράματα που έκανε τότε έφεραν άριστα αποτελέσματα και ως προς το ποσό και ως προς το ποιόν του προϊόντος. Είχε την πεποίθηση ο αείμνηστος Γεννάδιος ότι η καλλιέργεια του φυτού αυτού και στην Θεσσαλία και σε άλλα μέρη της Ελλάδος θα απέβαινε πολύ επικερδής αρκεί να γινόταν προμήθεια εκλεκτού σπόρου. Θεωρεί ο Γεννάδιος εκλεκτό σπόρο τον Αμερικανικό, τον οποίον προμήθευε τότε η Μασσαλία σε μεγάλα ποσά. Κατά τον Γεννάδιο επίσης το φυτό αυτό στο τόπο μας είναι σχεδόν πάντοτε πολυετές και δενδρώδες και δύναται να φτάσει σε ύψος μέχρι και πέντε μέτρα. Το μόνο λυπηρό είναι ότι από τότε καλλιεργείται μόνο ως καλλωπιστικό φυτό ενώ δύναται άριστα να καλλιεργηθεί και ως προσοδοφόρο. Εξ άλλου ο Γεννάδιος αναφέρει ότι «αν και στα μεσημβρινά μέρη είναι πολυετές, στην μεγάλη καλλιέργεια καλλιεργείται ως ετήσιο, διότι απεδείχθη ότι τα κατά έτος σπειρωμένα φυτά και αφθονότερο και εκλεκτότερο καρπό φέρνουν». Επίσης διάφοροι άλλοι γεωπόνοι, που παρακολούθησαν το φυτό αυτό είτε αυτοφυές είτε καλλιεργημένο, μας βεβαιώνουν για τη μεγάλη επιτυχία του σε διάφορα μέρη της Ελλάδος.
Εξετάσεις που έγιναν στο Εργαστήριο της Γεωπονικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης απέδειξαν ότι η περιεκτικότητα σε έλαιο ανέρχετο σε 53,30% (με υγρασία 5,60% επί ξηρών δε καρπών σε 56,70%. Επίσης αναλύσεις που έγιναν στο ίδιο εργαστήριο απέδειξαν ότι το Ελληνικό έλαιο του φυτού αυτού είναι κατάλληλο για την αεροπορία. Η κατά στρέμμα καλλιέργεια απέδωσε στην Θεσσαλονίκη 223 κιλά. Στο Σταθμό Σερρών η κατά στρέμμα απόδοση έφτασε τα 350 κιλά.
Από πότε χρησιμοποιείται σαν καθαρτικό
Κατά το έτος 1675 ο Rheede είπε ότι το λάδι, το όποιον βγάζουν από τον σπόρο του Κρότωνος έχει καθαρκτικές ιδιότητες. Ο δε Άγγλος ιατρός, Κάνβαν από τo 1767 το διέδωσε στην Ευρώπη ως καθαρτικό.
Είπαμε ότι το φυτό αυτό ήτανε πολύ γνωστό κατά την αρχαιότητα. Είπαμε ότι από τότε βρίσκεται αυτοφυές στο τόπο μας. Τώρα θα πούμε με λίγα λόγια για κείνους πού το πρόσεξαν από την εποχή ακόμη του Όθωνος.
Πρώτον θα αναφέρουμε τον Γεωπόνο Γρηγόριο Παλαιολόγο ο όποιος το ονομάζει Κίκι ή ρικινόφυτο και ο οποίος το καλλιέργησε ο ίδιος στα 1832. Ήταν ενθουσιασμένος από την καλλιέργεια αυτή. Γράφει στα 1833 τα έξης: «Το κλίμα της Ελλάδος είναι πολύ αρμόδιο για το ρίκινο, το οποίο φύτευσα και εγώ και άλλοι σε διάφορα μέρη και παντού μεγάλωσε με ορμή και καρποφόρησε. Το φυτό ψηλώνει 6 πόδια, είναι πλατύφυλλο και όμορφο, ζει πολλούς χρόνους και παράγει από τον πρώτο ακόμη χρόνο, αν φυτευτή εγκαίρως δηλ. τον Φεβρουάριο και σκαλιστεί δύο και τρεις φορές. Ο σπόρος του είναι όμοιος με φασούλι και εμπεριέχεται εις ακανθώδεις μικρούς κελύφους, ωριμάζει περί τον Αύγουστο και πωλείται σε καλή τιμή». Ο Παλαιολόγος από τα 1833 φωνάζει να καλλιεργούμε αυτό το φυτό. Λέει «Συστήνω στους γεωργούς μας την καλλιέργεια αυτού, ω ς επικερδή και εύκολη. Το ονομάζει δε ρίκινο από το Ιταλικό ricino που θα πει τσιμπούρι. Ύστερα από τον Γεωπόνο Παλαιολόγο καλλιέργησε δοκιμαστικώς το φυτό αυτό και ο Γεωπόνος Π. Γεννάδιος στη Θεσσαλία εδώ και 60 περίπου χρόνια. Τα πειράματα που έκανε τότε έφεραν άριστα αποτελέσματα και ως προς το ποσό και ως προς το ποιόν του προϊόντος. Είχε την πεποίθηση ο αείμνηστος Γεννάδιος ότι η καλλιέργεια του φυτού αυτού και στην Θεσσαλία και σε άλλα μέρη της Ελλάδος θα απέβαινε πολύ επικερδής αρκεί να γινόταν προμήθεια εκλεκτού σπόρου. Θεωρεί ο Γεννάδιος εκλεκτό σπόρο τον Αμερικανικό, τον οποίον προμήθευε τότε η Μασσαλία σε μεγάλα ποσά. Κατά τον Γεννάδιο επίσης το φυτό αυτό στο τόπο μας είναι σχεδόν πάντοτε πολυετές και δενδρώδες και δύναται να φτάσει σε ύψος μέχρι και πέντε μέτρα. Το μόνο λυπηρό είναι ότι από τότε καλλιεργείται μόνο ως καλλωπιστικό φυτό ενώ δύναται άριστα να καλλιεργηθεί και ως προσοδοφόρο. Εξ άλλου ο Γεννάδιος αναφέρει ότι «αν και στα μεσημβρινά μέρη είναι πολυετές, στην μεγάλη καλλιέργεια καλλιεργείται ως ετήσιο, διότι απεδείχθη ότι τα κατά έτος σπειρωμένα φυτά και αφθονότερο και εκλεκτότερο καρπό φέρνουν». Επίσης διάφοροι άλλοι γεωπόνοι, που παρακολούθησαν το φυτό αυτό είτε αυτοφυές είτε καλλιεργημένο, μας βεβαιώνουν για τη μεγάλη επιτυχία του σε διάφορα μέρη της Ελλάδος.
Εξετάσεις που έγιναν στο Εργαστήριο της Γεωπονικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης απέδειξαν ότι η περιεκτικότητα σε έλαιο ανέρχετο σε 53,30% (με υγρασία 5,60% επί ξηρών δε καρπών σε 56,70%. Επίσης αναλύσεις που έγιναν στο ίδιο εργαστήριο απέδειξαν ότι το Ελληνικό έλαιο του φυτού αυτού είναι κατάλληλο για την αεροπορία. Η κατά στρέμμα καλλιέργεια απέδωσε στην Θεσσαλονίκη 223 κιλά. Στο Σταθμό Σερρών η κατά στρέμμα απόδοση έφτασε τα 350 κιλά.
Από πότε χρησιμοποιείται σαν καθαρτικό
Κατά το έτος 1675 ο Rheede είπε ότι το λάδι, το όποιον βγάζουν από τον σπόρο του Κρότωνος έχει καθαρκτικές ιδιότητες. Ο δε Άγγλος ιατρός, Κάνβαν από τo 1767 το διέδωσε στην Ευρώπη ως καθαρτικό.
Τα υποπροϊόντα της ρετσινολαδιάς και οι χρήσεις τους
Οι σπόροι του φυτού αυτού δίδουν το λάδι, περί του οποίου μιλήσαμε ήδη και το οποίο κατ’ αρχάς το χρησιμοποιούν από την μια μεριά στην θεραπευτική και από την άλλη μεριά για να προφυλάσσουν τους ανθρώπους, που αλείφονται με αυτό, από τα ζωύφια και από τα ελώδη μιάσματα. Αλλά από τότε έως σήμερα το ρετσινόλαδο αυτό χρησιμοποιείται διαφοροτρόπως στην βιομηχανία και για άλλες ανάγκες.
Αναφέρουμε:
α) Είναι πολυτιμότατο για την επίχριση μεν εν γένει μηχανών ιδίως όμως για λεπτές μηχανές και ιδιαιτέρως για τα αεροπλάνα διότι έχει το εξαιρετικό πλεονέκτημα το λάδι αυτό να μην πήζει σε χαμηλές θερμοκρασίες. Για τον λόγο αυτό όλα τα Κράτη προσπαθούν να μην βρεθούν σε κρίσιμες στιγμές ανεφοδίαστα από το πολύτιμο αυτό υλικό. Χωρίς αυτό η αεροπορία όχι μόνον χάνει μέγα μέρος της χρησιμότητας της αλλά και κινδυνεύει να αχρηστευθεί εντελώς διά τους άφρονες εκείνους Λαούς που μπορούν να το καλλιεργήσουν και να βιομηχανοποιήσουν τους σπόρους του και εν τούτοις δεν δίδουν την πρέπουσα σε αυτό σημασία.
β) Είναι χρησιμότατο στην υφαντική. Δίνει στα υφάσματα στιλπνότητα, λειότητα και ωραία χρώματα.
γ) Είναι καταλληλότατο για να κατασκευάζεται σαπούνι εκλεκτό διαφανές, λεπτό.
δ) Επίσης όταν επιχρισθεί με αυτό κάθε είδος ξυλείας αποχτά αυτή μεγάλη ανθεκτικότητα, διότι απομακρύνει κάθε αιτία που φέρει βλάβη στο ξύλο είτε από την επήρεια της ατμόσφαιρας είτε από την προσβολή των εντόμων και ιδίως των τερμιτών (λευκομυρμήκων) που είναι καταστρεπτικότατοι στα ξύλινα μέρη των οικοδομών.
ε) Εξυπηρετεί και τις κυρίες. Είναι άριστο καλλυντικό του προσώπου.
στ) Τα υπολείμματα που μένουν μετά την έκθλιψη του σπόρου και την αφαίρεση του λαδιού είναι πλουσιότατα σε πρωτεΐνες, αλλά δεν είναι κατάλληλα για τροφή των ζώων. Τουναντίον είναι άριστα ως λίπασμα και ζητούνται ιδιαιτέρως από τους ανθοκόμους δεδομένου ότι γίνονται αφορμή να απομακρύνονται από τους ανθόκηπους τα έντομα. Στην Ιταλία οι καλλιεργητές των πέριξ της Βονόνιας το μεταχειρίζονται επιτυχώς στην καλλιέργεια της κάνναβης.
ζ) Λέγουν ότι στη Κίνα το λάδι του Κρότωνος χρησιμοποιείται ως είδος βρώσιμο, άλλα πάντοτε κατόπιν ειδικής κατεργασίας, στις Ινδίες εξ άλλου χρησιμοποιείται στον φωτισμό και προς επίχριση των τοίχων των οικοδομών αφού προηγούμενους ανακατευθεί με ασβέστη. Επίσης λένε ότι οι Κινέζοι τρώνε τους σπόρους ως είδος φαγώσιμο όταν είναι νωποί. Άλλα τούτο φαίνεται υπερβολικό αν μη αδύνατο, εφ’ όσο γνωρίζουμε την καθαρτική ενέργεια αυτών λόγου των δραστικών ουσιών τις οποίες περιέχουν.
η) Η κοινότερη χρήση του ελαίου αυτού είναι η φαρμακευτική. Τουτέστι το γνωστότατο αποκρουστικό άλλα και τόσο ωφέλιμο ρετσινόλαδο το οποίο καλείται στην φαρμακευτική Κικινέλαιον ή Έλαιον κίκινο, τουρκιστί δε Xιντ-Τσαγί. Οι δραστικές ουσίες του λαδιού αυτού βρίσκονται κυρίως και σε μεγάλη ποσότητα στον εξωτερικό φλοιό του σπέρματος και συνεπώς στα υπολείμματα αυτού μετά την έκθλιψη του ελαίου. Η επιστήμη τελευταίως κατόρθωσε και απεχώρησε το έλαιο αυτό το οποίον καλείται Κροτονέλαιο και το οποίο έχει τεραστία καθαρτική δύναμη. Όπως είναι φυσικό την καθαρτική δύναμη θα την βρούμε και στα ακέραια σπέρματα τα οποία αν και είναι εύγευστα είναι όμως πολύ δηλητηριώδη. Τοξικά είναι και τα φύλλα και τα άλλα μέρη του φυτού, για αυτό και τα ζώα τα αποφεύγουν.
Αναφέρουμε:
α) Είναι πολυτιμότατο για την επίχριση μεν εν γένει μηχανών ιδίως όμως για λεπτές μηχανές και ιδιαιτέρως για τα αεροπλάνα διότι έχει το εξαιρετικό πλεονέκτημα το λάδι αυτό να μην πήζει σε χαμηλές θερμοκρασίες. Για τον λόγο αυτό όλα τα Κράτη προσπαθούν να μην βρεθούν σε κρίσιμες στιγμές ανεφοδίαστα από το πολύτιμο αυτό υλικό. Χωρίς αυτό η αεροπορία όχι μόνον χάνει μέγα μέρος της χρησιμότητας της αλλά και κινδυνεύει να αχρηστευθεί εντελώς διά τους άφρονες εκείνους Λαούς που μπορούν να το καλλιεργήσουν και να βιομηχανοποιήσουν τους σπόρους του και εν τούτοις δεν δίδουν την πρέπουσα σε αυτό σημασία.
β) Είναι χρησιμότατο στην υφαντική. Δίνει στα υφάσματα στιλπνότητα, λειότητα και ωραία χρώματα.
γ) Είναι καταλληλότατο για να κατασκευάζεται σαπούνι εκλεκτό διαφανές, λεπτό.
δ) Επίσης όταν επιχρισθεί με αυτό κάθε είδος ξυλείας αποχτά αυτή μεγάλη ανθεκτικότητα, διότι απομακρύνει κάθε αιτία που φέρει βλάβη στο ξύλο είτε από την επήρεια της ατμόσφαιρας είτε από την προσβολή των εντόμων και ιδίως των τερμιτών (λευκομυρμήκων) που είναι καταστρεπτικότατοι στα ξύλινα μέρη των οικοδομών.
ε) Εξυπηρετεί και τις κυρίες. Είναι άριστο καλλυντικό του προσώπου.
στ) Τα υπολείμματα που μένουν μετά την έκθλιψη του σπόρου και την αφαίρεση του λαδιού είναι πλουσιότατα σε πρωτεΐνες, αλλά δεν είναι κατάλληλα για τροφή των ζώων. Τουναντίον είναι άριστα ως λίπασμα και ζητούνται ιδιαιτέρως από τους ανθοκόμους δεδομένου ότι γίνονται αφορμή να απομακρύνονται από τους ανθόκηπους τα έντομα. Στην Ιταλία οι καλλιεργητές των πέριξ της Βονόνιας το μεταχειρίζονται επιτυχώς στην καλλιέργεια της κάνναβης.
ζ) Λέγουν ότι στη Κίνα το λάδι του Κρότωνος χρησιμοποιείται ως είδος βρώσιμο, άλλα πάντοτε κατόπιν ειδικής κατεργασίας, στις Ινδίες εξ άλλου χρησιμοποιείται στον φωτισμό και προς επίχριση των τοίχων των οικοδομών αφού προηγούμενους ανακατευθεί με ασβέστη. Επίσης λένε ότι οι Κινέζοι τρώνε τους σπόρους ως είδος φαγώσιμο όταν είναι νωποί. Άλλα τούτο φαίνεται υπερβολικό αν μη αδύνατο, εφ’ όσο γνωρίζουμε την καθαρτική ενέργεια αυτών λόγου των δραστικών ουσιών τις οποίες περιέχουν.
η) Η κοινότερη χρήση του ελαίου αυτού είναι η φαρμακευτική. Τουτέστι το γνωστότατο αποκρουστικό άλλα και τόσο ωφέλιμο ρετσινόλαδο το οποίο καλείται στην φαρμακευτική Κικινέλαιον ή Έλαιον κίκινο, τουρκιστί δε Xιντ-Τσαγί. Οι δραστικές ουσίες του λαδιού αυτού βρίσκονται κυρίως και σε μεγάλη ποσότητα στον εξωτερικό φλοιό του σπέρματος και συνεπώς στα υπολείμματα αυτού μετά την έκθλιψη του ελαίου. Η επιστήμη τελευταίως κατόρθωσε και απεχώρησε το έλαιο αυτό το οποίον καλείται Κροτονέλαιο και το οποίο έχει τεραστία καθαρτική δύναμη. Όπως είναι φυσικό την καθαρτική δύναμη θα την βρούμε και στα ακέραια σπέρματα τα οποία αν και είναι εύγευστα είναι όμως πολύ δηλητηριώδη. Τοξικά είναι και τα φύλλα και τα άλλα μέρη του φυτού, για αυτό και τα ζώα τα αποφεύγουν.
Σε ποια εδάφη και μέρη της Ελλάδος μπορεί να καλλιεργηθεί
Ο Κρότων καλλιεργείται κυρίους σε χώρες θερμές θεωρείται δε ως Ιθαγενές φυτό των τροπικών και υποτροπικών χωρών της ’Ασίας και Αφρικής. Επίσης απαντάται αυτοφυόμενος σε διαφόρους περιφερείας της Ελλάδος και ιδίως σε πολλά Ελληνικά νησιά στα οποία έχει πλέον εγκλιματισθεί από αρχαιοτάτων χρόνων. Δυνάμεθα να απαντήσουμε τον Κρότονα από των βορειοτέρων μέχρι των μεσημβρινωτέρων επαρχιών της Ελλάδος υπό μορφή δενδρώδους καλλωπιστικού θάμνου και να θαυμάσουμε τα ωραία και μεγάλα χαλκόχροα φύλλα του. Αντέχει και στα μέρη όπου το ψύχος φθάνει σε μερικούς βαθμούς υπό το μηδέν, αλλά ευδοκιμεί καλλιεργούμενο κυρίως στις θερμότερες περιφερείες κατά προτίμηση δε σε μέρη υπήνεμα λόγου του εύθραυστου του στελέχους, διαρκεί δε ως δενδρώδης καλλιέργεια 20-25 έτη. Στις πολύ ψυχρές βόρειες Επαρχίες η καλλιέργεια αυτού είναι μάλλον ετήσια καθώς αυτό γίνεται στην Ιταλία. Το Κίκι ευδοκιμεί σε όλα σχεδόν τα εδάφη και αντέχει στην ξηρασία, αλλά προτιμά τα δροσερά και ελώδη εδάφη όπου αναπτύσσεται και αποδίδει πολύ. Η καλλιέργεια αυτού ενδείκνυται για αυτό κατά μήκος των διωρύγων κλπ.
Μέρη στα όποια το φυτό αυτό θα έχει πλήρη επιτυχία και θα αποβεί πολύκαρπο και ικανοποιητικός παραγωγικό θεωρούνται τα εξής : Άργος, Ναύπλιο, Άστρος, Λεωνίδιο, Μονεμβασία, Βάτικα, Έλος, Γύθειο, Σπάρτη, ολόκληρη η Μεσσηνία, Τριφύλλια, Ηλεία, Πάτρα, Κορινθία, Ζάκυνθος, Κεφαλληνία, Κρήτη και όλα τα νησιά του Αιγαίου. Υπάρχει η γνώμη ότι σε όλα αυτά τα μέρη οι φυτείες θα μπορούν ίσως να διατηρηθούν επί μία εικοσαετία.
Ιδιαιτέρως εφιστάται η προσοχή των καλλιεργητών του φυτού αυτού για τους ελώδεις τόπους. Εκεί πρέπει να λάβει χώρα ευρύτατη καλλιέργεια. Να πυκνωθούν οι φυτείες στα ελώδη μέρη. Θα έχουμε πλήρη ευδοκίμηση, απόδοση μεγαλύτερη και επί πλέον εξυγίανση των νοσηρών αυτών γαιών, διότι τα δένδρα αυτά φέρουν αφανισμό στα κουνούπια.
Εν γένει το φυτό αυτό στα ευκρατέστερα κλίματα είναι πολυετές, φέρει καρπό συνεχώς επί πολλά έτη χωρίς να έχει και την ελαχίστη απαίτηση, ευδοκιμεί δε και σ’ αυτές τις αμμώδεις ακτές που είναι υφάλμυρες από το θαλάσσιο νερό. Λόγο των ιδιοτήτων του έχει και αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα ότι δεν το προσβάλλει κανένα από τις μυριάδες των εντόμων που είναι ως γνωστόν, εχθροί δυσπολέμητοι των άλλων δενδρωδών καλλιεργειών.
Ο Κρότων καλλιεργείται κυρίους σε χώρες θερμές θεωρείται δε ως Ιθαγενές φυτό των τροπικών και υποτροπικών χωρών της ’Ασίας και Αφρικής. Επίσης απαντάται αυτοφυόμενος σε διαφόρους περιφερείας της Ελλάδος και ιδίως σε πολλά Ελληνικά νησιά στα οποία έχει πλέον εγκλιματισθεί από αρχαιοτάτων χρόνων. Δυνάμεθα να απαντήσουμε τον Κρότονα από των βορειοτέρων μέχρι των μεσημβρινωτέρων επαρχιών της Ελλάδος υπό μορφή δενδρώδους καλλωπιστικού θάμνου και να θαυμάσουμε τα ωραία και μεγάλα χαλκόχροα φύλλα του. Αντέχει και στα μέρη όπου το ψύχος φθάνει σε μερικούς βαθμούς υπό το μηδέν, αλλά ευδοκιμεί καλλιεργούμενο κυρίως στις θερμότερες περιφερείες κατά προτίμηση δε σε μέρη υπήνεμα λόγου του εύθραυστου του στελέχους, διαρκεί δε ως δενδρώδης καλλιέργεια 20-25 έτη. Στις πολύ ψυχρές βόρειες Επαρχίες η καλλιέργεια αυτού είναι μάλλον ετήσια καθώς αυτό γίνεται στην Ιταλία. Το Κίκι ευδοκιμεί σε όλα σχεδόν τα εδάφη και αντέχει στην ξηρασία, αλλά προτιμά τα δροσερά και ελώδη εδάφη όπου αναπτύσσεται και αποδίδει πολύ. Η καλλιέργεια αυτού ενδείκνυται για αυτό κατά μήκος των διωρύγων κλπ.
Μέρη στα όποια το φυτό αυτό θα έχει πλήρη επιτυχία και θα αποβεί πολύκαρπο και ικανοποιητικός παραγωγικό θεωρούνται τα εξής : Άργος, Ναύπλιο, Άστρος, Λεωνίδιο, Μονεμβασία, Βάτικα, Έλος, Γύθειο, Σπάρτη, ολόκληρη η Μεσσηνία, Τριφύλλια, Ηλεία, Πάτρα, Κορινθία, Ζάκυνθος, Κεφαλληνία, Κρήτη και όλα τα νησιά του Αιγαίου. Υπάρχει η γνώμη ότι σε όλα αυτά τα μέρη οι φυτείες θα μπορούν ίσως να διατηρηθούν επί μία εικοσαετία.
Ιδιαιτέρως εφιστάται η προσοχή των καλλιεργητών του φυτού αυτού για τους ελώδεις τόπους. Εκεί πρέπει να λάβει χώρα ευρύτατη καλλιέργεια. Να πυκνωθούν οι φυτείες στα ελώδη μέρη. Θα έχουμε πλήρη ευδοκίμηση, απόδοση μεγαλύτερη και επί πλέον εξυγίανση των νοσηρών αυτών γαιών, διότι τα δένδρα αυτά φέρουν αφανισμό στα κουνούπια.
Εν γένει το φυτό αυτό στα ευκρατέστερα κλίματα είναι πολυετές, φέρει καρπό συνεχώς επί πολλά έτη χωρίς να έχει και την ελαχίστη απαίτηση, ευδοκιμεί δε και σ’ αυτές τις αμμώδεις ακτές που είναι υφάλμυρες από το θαλάσσιο νερό. Λόγο των ιδιοτήτων του έχει και αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα ότι δεν το προσβάλλει κανένα από τις μυριάδες των εντόμων που είναι ως γνωστόν, εχθροί δυσπολέμητοι των άλλων δενδρωδών καλλιεργειών.
Πως καλλιεργείται η ρετσινολαδιά
Η σπορά του γίνεται ακριβώς όπως και του καλαμποκιού, μόνο οι αποστάσεις κατά γραμμές είναι μεγαλύτερες. Αποστάσεις 0,80 X 0,80 μ. Σπορά κατά μήνα Φεβρουάριο και Μάρτιο κατά προτίμηση το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουάριου αναλόγως των καιρικών συνθηκών. Σκαλίσματα ένα ή δύο όπως και για το αραποσίτι. Ενίοτε γίνεται και κορφολόγημα. Πάντως το εισόδημα από την καλλιέργεια αυτή είναι ανώτερο από τη καλλιέργεια του αραβοσίτου. Δύναται όμως να καλλιεργηθεί και ως έξης προκειμένου περί σποράς μικρών εκτάσεων.
Ανοίγεται λάκκος 50 εκατοστομέτρων και απλώνεται το χώμα προς τα γύρω για να αερισθεί και το κτυπήσει ό ήλιος. Μετά από 5-6 ήμερες αναλόγως του καιρού, ρίχνεται πάλι το ίδιο χώμα μέσα στο λάκκο και φυτεύονται εντός αυτού 5- 6 σπόροι, σε βάθος 6-7 εκατοστών. Εάν το χώμα δεν έχει υγρασία καταβρέχεται λίγο μέχρις να γίνει η φύτρωση, η οποία λαμβάνει χώρα μέσα σε είκοσι μέρες περίπου. Καλό είναι να ρίχνεται και λίγη κοπριά στην επιφάνεια του λάκκου μετά την φύτευση προς διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας και διατήρηση της υγρασίας του εδάφους. Η απόσταση του ενός λάκκου από τον άλλον θα είναι 2-3 μέτρα.
Η συγκομιδή του σπόρου
Ο σπόρος ευθύς όταν ωριμάσει ξεφεύγει από το περικάρπιο και εκσφενδονίζεται πολλές φορές σε μεγάλη απόσταση από τα φυτά. Γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να μαζεύομαι τον καρπό πριν ξεραθεί το περικάρπιο αυτού, ν’ απλώνουμε δε τα τσαμπιά ή κάψες που περιέχουν τους σπόρους στον ήλιο και μάλιστα πάνω σε αλώνια και έτσι όλοι οι σπόροι βγαίνουν μόνοι τους από το περικάρπιο. Αλλά αυτό το ξεσφενδόνισμα το αυτόματο έχει και τα καλά του. Διότι οι σπόροι πέφτοντας στο έδαφος φυτρώνουν μόνοι τους και χρησιμεύουν αργότερα για την αντικατάσταση των εξαντλημένων φυτών.
Οι ποικιλίες
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες καλλιεργούμενες στην Ινδία κυρίως, αλλά και αλλού όπως στην Ιταλία.
Τα ως ελαιοφόρα καλλιεργούμενα είδη είναι τέσσερα :
α) Ο κοινός ή μέγας ή Τυνησιακός κρότων, β) Ο πράσινος κρότων, γ.) Ο άνευ ακανθών κρότων και δ) Ο αιματώδης κρότων.
Κατά τον κ. Παπαναοΰμ το παρ’ αυτού καλλιεργηθέν φυτό ανήκει στην τελευταία ποικιλία «Raicinus Sanguineus». Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι σπόροι του φυτού αυτού είναι γνωστοί υπό το όνομα Κύαμοι του Κάστορος (Castor Beans) και το λάδι τους υπό το όνομα Λάδι του Κάστορος (καστορέλαιο).
Πως ονομάζεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδος
Το κοινό όνομα σε εμάς είναι: Ρετσινολαδιά. Στην Κύπρο και σε άλλα νησιά, το ονομάζουν Κρουτουνιά ή Κουρτουνιό, ο δε καρπός του Κ ρουτούνι ή Κουρτούνι. Στην Κεφαλονιά όπου συναντάτε αυτοφυόμενο, όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, αποκαλείται Xαμοκουκιά και στην Ηλεία Κωλοκίκι.
Συμπέρασμα
Το Κίκι είναι ένα φυτό πού πρέπει να προσέξουν ιδιαιτέρως οι Έλληνες καλλιεργητές.
Οι λόγοι που συντρέχουν για αυτό είναι πολλαπλοί:
α) Έχουμε εδαφολογικούς και κλιματολογικούς όρους που συντρέχουν στην ευδοκίμηση του φυτού. Η Ελληνική Γη τρέφει και συντηρεί αυτοβούλως, ας πούμε έτσι, τους αυτοφυόμενους αυτούς θάμνους. Αυτό είναι ο πρώτος παράγοντας της επιτυχίας. Όταν ένα φυτό το φέρνει η γη μόνη της στην επιφάνεια και το μεγαλώνει και το κάνει παραγωγικό χωρίς την επέμβαση του ανθρώπου, τότε το φυτό αυτό είναι ένα Θείον, ένα φυσικό δώρο το οποίο το ανθρώπινο χέρι και το ανθρώπινο μυαλό και η ανθρώπινη μέριμνα το καθιστούν ένα πολύτιμο οικονομικό παράγοντα για κάθε νοήμονα και σώφρονα καλλιεργητή.
β) Έχουμε βιομηχανία η οποία είναι ικανή να απορροφήσει ολόκληρη την παραγωγή.
γ) Η βιομηχανοποίησης του φυτού τούτου μας δίδει προϊόντα πολύτιμα. Είδη σχεδόν πρώτης ανάγκης, περιζήτητα και επομένως δεν θα παρουσιαστή ποτέ ο κίνδυνος του δισταγμού της Βιομηχανίας μας για μία ευρύτερη παραγωγή.
δ) Εκ του είδους των πολλαπλών προϊόντων, για τα οποία μιλήσαμε, είναι εξασφαλισμένη η εξαγωγή σε τρόπο ώστε αν ποτέ κορεστεί η βιομηχανία μας και το εμπόριο μας, είναι ανοικτές οι ξένες αγορές και έχουμε εξασφαλίσει την εμπορική αξία του προϊόντος τούτου. Ας επιστρατεύσουμε λοιπόν όλες τις δυνάμεις του τόπου για να συστηματοποιηθεί και στην Ελληνική ύπαιθρο, η καλλιέργεια ενός πολυτίμου φυτού. <π>Πηγή: Μια νέα προσοδοφόρος καλλιέργεια: Κίκι το κοινόν ή Κρότων ο κοινός-Υπουργείο Γεωργίας -Εν Αθήναις 1937
- See more at: http://www.ftiaxno.gr/2013/10/h-kalliergeia-kai-h-xrisi-ths-retsinoladias.html#sthash.YjD4sn0f.dpuf*Η σπορά του γίνεται ακριβώς όπως και του καλαμποκιού, μόνο οι αποστάσεις κατά γραμμές είναι μεγαλύτερες. Αποστάσεις 0,80 X 0,80 μ. Σπορά κατά μήνα Φεβρουάριο και Μάρτιο κατά προτίμηση το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουάριου αναλόγως των καιρικών συνθηκών. Σκαλίσματα ένα ή δύο όπως και για το αραποσίτι. Ενίοτε γίνεται και κορφολόγημα. Πάντως το εισόδημα από την καλλιέργεια αυτή είναι ανώτερο από τη καλλιέργεια του αραβοσίτου. Δύναται όμως να καλλιεργηθεί και ως έξης προκειμένου περί σποράς μικρών εκτάσεων.
Ανοίγεται λάκκος 50 εκατοστομέτρων και απλώνεται το χώμα προς τα γύρω για να αερισθεί και το κτυπήσει ό ήλιος. Μετά από 5-6 ήμερες αναλόγως του καιρού, ρίχνεται πάλι το ίδιο χώμα μέσα στο λάκκο και φυτεύονται εντός αυτού 5- 6 σπόροι, σε βάθος 6-7 εκατοστών. Εάν το χώμα δεν έχει υγρασία καταβρέχεται λίγο μέχρις να γίνει η φύτρωση, η οποία λαμβάνει χώρα μέσα σε είκοσι μέρες περίπου. Καλό είναι να ρίχνεται και λίγη κοπριά στην επιφάνεια του λάκκου μετά την φύτευση προς διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας και διατήρηση της υγρασίας του εδάφους. Η απόσταση του ενός λάκκου από τον άλλον θα είναι 2-3 μέτρα.
Η συγκομιδή του σπόρου
Ο σπόρος ευθύς όταν ωριμάσει ξεφεύγει από το περικάρπιο και εκσφενδονίζεται πολλές φορές σε μεγάλη απόσταση από τα φυτά. Γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να μαζεύομαι τον καρπό πριν ξεραθεί το περικάρπιο αυτού, ν’ απλώνουμε δε τα τσαμπιά ή κάψες που περιέχουν τους σπόρους στον ήλιο και μάλιστα πάνω σε αλώνια και έτσι όλοι οι σπόροι βγαίνουν μόνοι τους από το περικάρπιο. Αλλά αυτό το ξεσφενδόνισμα το αυτόματο έχει και τα καλά του. Διότι οι σπόροι πέφτοντας στο έδαφος φυτρώνουν μόνοι τους και χρησιμεύουν αργότερα για την αντικατάσταση των εξαντλημένων φυτών.
Οι ποικιλίες
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες καλλιεργούμενες στην Ινδία κυρίως, αλλά και αλλού όπως στην Ιταλία.
Τα ως ελαιοφόρα καλλιεργούμενα είδη είναι τέσσερα :
α) Ο κοινός ή μέγας ή Τυνησιακός κρότων, β) Ο πράσινος κρότων, γ.) Ο άνευ ακανθών κρότων και δ) Ο αιματώδης κρότων.
Κατά τον κ. Παπαναοΰμ το παρ’ αυτού καλλιεργηθέν φυτό ανήκει στην τελευταία ποικιλία «Raicinus Sanguineus». Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι σπόροι του φυτού αυτού είναι γνωστοί υπό το όνομα Κύαμοι του Κάστορος (Castor Beans) και το λάδι τους υπό το όνομα Λάδι του Κάστορος (καστορέλαιο).
Πως ονομάζεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδος
Το κοινό όνομα σε εμάς είναι: Ρετσινολαδιά. Στην Κύπρο και σε άλλα νησιά, το ονομάζουν Κρουτουνιά ή Κουρτουνιό, ο δε καρπός του Κ ρουτούνι ή Κουρτούνι. Στην Κεφαλονιά όπου συναντάτε αυτοφυόμενο, όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, αποκαλείται Xαμοκουκιά και στην Ηλεία Κωλοκίκι.
Συμπέρασμα
Το Κίκι είναι ένα φυτό πού πρέπει να προσέξουν ιδιαιτέρως οι Έλληνες καλλιεργητές.
Οι λόγοι που συντρέχουν για αυτό είναι πολλαπλοί:
α) Έχουμε εδαφολογικούς και κλιματολογικούς όρους που συντρέχουν στην ευδοκίμηση του φυτού. Η Ελληνική Γη τρέφει και συντηρεί αυτοβούλως, ας πούμε έτσι, τους αυτοφυόμενους αυτούς θάμνους. Αυτό είναι ο πρώτος παράγοντας της επιτυχίας. Όταν ένα φυτό το φέρνει η γη μόνη της στην επιφάνεια και το μεγαλώνει και το κάνει παραγωγικό χωρίς την επέμβαση του ανθρώπου, τότε το φυτό αυτό είναι ένα Θείον, ένα φυσικό δώρο το οποίο το ανθρώπινο χέρι και το ανθρώπινο μυαλό και η ανθρώπινη μέριμνα το καθιστούν ένα πολύτιμο οικονομικό παράγοντα για κάθε νοήμονα και σώφρονα καλλιεργητή.
β) Έχουμε βιομηχανία η οποία είναι ικανή να απορροφήσει ολόκληρη την παραγωγή.
γ) Η βιομηχανοποίησης του φυτού τούτου μας δίδει προϊόντα πολύτιμα. Είδη σχεδόν πρώτης ανάγκης, περιζήτητα και επομένως δεν θα παρουσιαστή ποτέ ο κίνδυνος του δισταγμού της Βιομηχανίας μας για μία ευρύτερη παραγωγή.
δ) Εκ του είδους των πολλαπλών προϊόντων, για τα οποία μιλήσαμε, είναι εξασφαλισμένη η εξαγωγή σε τρόπο ώστε αν ποτέ κορεστεί η βιομηχανία μας και το εμπόριο μας, είναι ανοικτές οι ξένες αγορές και έχουμε εξασφαλίσει την εμπορική αξία του προϊόντος τούτου. Ας επιστρατεύσουμε λοιπόν όλες τις δυνάμεις του τόπου για να συστηματοποιηθεί και στην Ελληνική ύπαιθρο, η καλλιέργεια ενός πολυτίμου φυτού. <π>Πηγή: Μια νέα προσοδοφόρος καλλιέργεια: Κίκι το κοινόν ή Κρότων ο κοινός-Υπουργείο Γεωργίας -Εν Αθήναις 1937
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου