«Η
διαχείριση των δέντρων δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια συναισθηματική
αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που θέλουν να τα κόψουν και εκείνων που θέλουν να τα
σώσουν», μετά το πρόσφατο ατύχημα που συνέβη στη Βενετία, με την πτώση ενός
δέντρου τραυματίζοντας 12 άτομα, ας δούμε μια εις βάθος ανάλυση στη σύνθετη διαχείριση του αστικού πρασίνου
Από
τον Luigi
Torreggiani
Αυτό το άρθρο
αντικατοπτρίζει τα εννέα σημεία του Μανιφέστου, του οποίου είναι ο εγγυητής η
Επιστημονική Επιτροπή της Altra Montagna.
Βενετία, σε μια περιοχή
της πόλης….. Ακούγονται κάποιοι παράξενοι ήχοι τριξίματος, ενώ οι άνθρωποι
κοιτάζουν γύρω τους χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, στη συνέχεια ακολουθεί
ένας οξύς ήχος και στο τέλος ένας γδούπος, συνοδευόμενος από κραυγές και δάκρυα
από κλάματα…..
Το περιστατικό αυτό συνέβη την περασμένη Δευτέρα στη Βενετία, όπου ένα δέντρο κατέρρευσε ξαφνικά, τραυματίζοντας 12 άτομα. Αμέσως μετά, όπως συμβαίνει σύμφωνα με τη διαδικασία, έγινε προσπάθεια να εντοπιστεί ο «ένοχος».
Αλλά ας δούμε το περιστατικό αυτό, με έναν ειδικό στη Δενδροκομία, όπως είναι ο καθηγητής Ferrini του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, οποίος μας προσκαλεί για το θέμα της αναζήτησης του ενόχου της πτώσης του δέντρου, να περάσουμε από την «κουλτούρα των ενόχου» στην «κουλτούρα του λάθους».
Του
πήραμε λοιπόν συνέντευξη, για να αναλογιστούμε τη δύσκολη αλλά ουσιαστική σχέση
μεταξύ δέντρων και ανθρώπων σε αστικά περιβάλλοντα.
Ας ανατρέξουμε λοιπόν πρώτα
στο περιστατικό όπως αυτό αναφέρθηκε: «Την περασμένη Δευτέρα, 2 Ιουνίου, ένα μεσαίου μεγέθους δέντρο έπεσε ξαφνικά
σε μια πολυσύχναστη τουριστική περιοχή στη Βενετία, κατακλύζοντας 12 άτομα, εκ
των οποίων ήταν 11 γυναίκες και ένας άνδρας, οι τρεις από αυτές ανήλικες, οι
οποίοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Οι πιο σοβαρά τραυματίες είναι δύο άτομα
Ιταλικής καταγωγής η μία που υπέστη τραύμα στο στήθος και η άλλη που
νοσηλεύεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας στο νοσοκομείο Ospedale all'Angelo στο Μέστρε,
όπου χειρουργήθηκε για τραύμα στη κοιλιακή χώρα».
Ένα παρόμοιο
περιστατικό μου ήρθε στο μυαλό που αυτό είχε
συμβεί στη Ρώμη πριν από λίγους μήνες, τον Δεκέμβριο του 2024, όταν μια γυναίκα
σκοτώθηκε κάτω από το βάρος ενός δέντρου που έπεσε μετά από μια ριπή ανέμου.
Αυτά τα δραματικά επεισόδια μας πλήττουν βαθιά, γιατί αυτό που προκαλεί αναστάτωση και ακόμη και πένθος είναι κάτι που όλοι συνήθως τα θεωρούμε, με ορθολογισμό, ως «σύμβολα του καλού» : τα δέντρα.
Αλλά τα δέντρα, όταν βρίσκονται ειδικά στις πόλεις, είναι ένα στοιχείο τόσο αναγκαίο όσο και δύσκολο στη διαχείριση του.
Η
παρουσία τους, είναι θεμελιώδης για να καταστήσουν αυτά τα αστικά κέντρα πιο
βιώσιμα, δροσερά, υγιή και πλούσια σε βιοποικιλότητα, γι’ αυτό πρέπει πάντα να
σταθμίζονται αυτά σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για τους ανθρώπους και
τις υποδομές. Από εδώ προκύπτει έτσι η ανάγκη για συνεχή φροντίδα, η οποία
συχνά γεννά παρεξηγήσεις και ισχυρές δυσαρέσκειες μεταξύ πολιτών και
διοικητικών αρχών.
Υπάρχουν εκείνοι που
έντονα απαιτούν να μην αγγιχτεί ποτέ κανένα δέντρο, στο όνομα μιας υποτιθέμενης ανάγκης για
φυσικότητα, που όμως αυτό συγκρούεται με το περιβάλλον της πόλης. Υπάρχουν
βέβαια και εκείνοι που, αντίθετα, από υπερβολικό φόβο ή ζήλο, θα ήθελαν να
«ξεφορτωθούν» ακόμη και τα υγιή δέντρα για να αποφύγουν οποιοδήποτε πρόβλημα.
Σε αυτό το δύσκολο
πλαίσιο, που πολύ συχνά περιβάλλεται από τον θόρυβο της παραπληροφόρησης και των
θεωριών συνωμοσίας, υπάρχει απόλυτη ανάγκη για έγκυρες φωνές που θα μας
βοηθήσουν να ξεναγηθούμε στην πολυπλοκότητα του δέντρου στην πόλη. Ένας από αυτούς,
είναι αναμφίβολα ο καθηγητής Francesco Ferrini, καθηγητής Δενδροκομίας στο
Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και ενεργός στην ενημέρωση μέσω βιβλίων,
τηλεοπτικών εμφανίσεων και της σελίδας του "Arboricoltura
urbana" στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επικοινωνήσαμε λοιπόν μαζί
του για να μας βοηθήσει να εξετάσουμε καλύτερα τα γεγονότα που συνέβησαν στη
Βενετία, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία αυτού του δραματικού γεγονότος, για να
αναλογιστούμε τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και δέντρων στην πόλη.
Ερώτηση: «Οι πρόσφατες
περιπτώσεις πτώσης δέντρου, της Βενετίας και της Ρώμης, μας δείχνουν πώς η
συνύπαρξη δέντρων και ανθρώπων, ειδικά στις πόλεις, δεν είναι ποτέ χωρίς
κινδύνους. Μετά και από αυτές τις δύο ειδήσεις, τονίσατε έντονα πώς πρέπει να
περάσουμε από μια «κουλτούρα ενοχής» σε μια «κουλτούρα σφάλματος», τι σημαίνει
αυτό με συγκεκριμένους όρους;
Απάντηση: «Η συνύπαρξη δέντρων και ανθρώπων, ειδικά σε ένα αστικό περιβάλλον, αναπόφευκτα συνεπάγεται κινδύνους, η διαχείριση των οποίων απαιτεί, κατά τη γνώμη μου, μια αλλαγή νοοτροπίας αντιμετώπισης τους.
Ωστόσο, η αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων με μια κουλτούρα ενοχής, σημαίνει αντίδραση σε κρίσιμα γεγονότα - όπως η πτώση ενός δέντρου - αναζητώντας άμεσα κάποιον υπεύθυνο για να τιμωρηθεί.
Αυτή η στάση δημιουργεί δυσπιστία, οδηγεί τους διαχειριστές και τους τεχνικούς να λάβουν αμυντικές θέσεις και αυτό συχνά οδηγεί σε δραστικές αποφάσεις, όπως η προληπτική υλοτόμηση δέντρων, με αποτέλεσμα να έχουμε σοβαρές περιβαλλοντικές, τοπικές και κοινωνικές αρνητικές επιπτώσεις. Η μετάβαση σε μια κουλτούρα του λάθους, σημαίνει αντίθετα να αναγνωρίσουμε ότι τα ατυχήματα, αν αναλυθούν εις βάθος, είναι πολύτιμες ευκαιρίες για να μάθουμε και να βελτιωθούμε (με γνώσεις). Το σφάλμα (λάθος αντιμετώπισης), δεν θεωρείται πια ατομική ευθύνη, αλλά ως σύμπτωμα μιας συστημικής ευπάθειας που μπορεί να διορθωθεί. Σε αυτή την προσέγγιση, ο κίνδυνος δεν απορρίπτεται ή μηδενίζεται, αλλά διαχειρίζεται συνειδητά, μέσω της παρακολούθησης, της στοχευόμενης διαχείρισης των δέντρων και της προσεκτικής συντήρησης του χώρου, της συνεχούς εκπαίδευσης του προσωπικού και της συστηματικής συλλογής δεδομένων για τέτοια γεγονότα.
Η
κουλτούρα του σφάλματος υποδηλώνει διαφάνεια στην επικοινωνία με τους πολίτες,
ικανότητα να εξηγηθούν οι επιλογές και τη θέληση για να βελτιώσουν τις
επιχειρησιακές πρακτικές, βάσει της εμπειρίας (από τέτοια περιστατικά).
Σημαίνει επίσης την οικοδόμηση οργανωτικών πλαισίων όπου όσοι αναφέρουν ένα πρόβλημα
ή μια ανασφάλεια δεν φοβούνται για να τους επιβληθούν ποινές, αλλά συμβάλλουν
σε ένα πιο ανθεκτικό και έξυπνο σύστημα (διαχείρισης).
Ερώτηση: «Τελικά, αυτή
η αλλαγή νοοτροπίας αντιμετώπισης που αναφέρθηκε στο παράδειγμα, μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε τη λογική της
έκτακτης ανάγκης και να προωθεί ένα ώριμο όραμα της πράσινης διαχείρισης, που
έχει εξελιχθεί αρκετά, και στο οποίο η ασφάλεια δεν έρχεται σε αντίθεση με την
παρουσία δέντρων, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας σχεδιασμένης, κοινής και
συνεχώς βελτιωμένης συνύπαρξης.
Σε συνέχεια αναφέρω ότι πολλοί πολίτες τους τελευταίους μήνες και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έχουν κινητοποιηθεί για να διαμαρτυρηθούν κατά της υλοτομίας δέντρων στην πόλη. Υπάρχει πράγματι μια τάση, από την πλευρά των διοικήσεων, να κόβουν ακόμη περισσότερο από ό,τι είναι απαραίτητο, ακριβώς για να προσπαθήσουν να αποφύγουν πιθανά προβλήματα;
Ή
μήπως η συναισθηματική και παράλογη πτυχή υπερισχύει από την πλευρά όσων
διαμαρτύρονται;
Απάντηση: «Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει τάση αυξανόμενου ακτιβισμού από την πλευρά των πολιτών για την υπεράσπιση των αστικών δέντρων, συχνά αυτό έρχεται ως απάντηση για την υλοτομία δέντρων που έχει ανακοινωθεί ή έχει ήδη ξεκινήσει από τις διοικήσεις. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μόνο η έκφραση μιας συναισθηματικής αντίδρασης που δεν βασίζεται σε αδιάσειστα επιστημονικά δεδομένα, αλλά αντανακλά επίσης και μια μεγαλύτερη συλλογική ευαισθητοποίηση σχετικά με την οικολογική, την κλιματική και την κοινωνική αξία του αστικού πρασίνου, σε ένα πλαίσιο αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής κρίσης και της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Ωστόσο,
ενώ είναι αλήθεια ότι σε πολλές ιταλικές πόλεις έχει εξαπλωθεί μια τάση
διαχείρισης του κινδύνου με εξαιρετικά συντηρητικό τρόπο, οδηγώντας σε μεγάλης
κλίμακας προληπτικές κοπές δέντρων, που μερικές φορές δικαιολογούνται από
αδιαφανείς φυτοϋγειονομικές αξιολογήσεις ή από διοικητικές λογικές
«καθησυχασμού» των πολιτών, είναι εξίσου αλήθεια ότι ορισμένες Διοικήσεις,
ακριβώς για να αποφύγουν την αντίδραση των πολιτών-ψηφοφόρων, τείνουν να
ακολουθούν υπερβολικά τις «διαθέσεις του πλήθους» και να συντηρούν δέντρα που,
εκτός από τον προσδιορισμό του κινδύνου που ελλοχεύουν, είναι επίσης γεμάτα με φθορές
και επιφέρουν στο οικοσύστημα οικονομικές απώλειες.
Η πραγματική κρισιμότητα έγκειται στην απουσία μιας κοινής
και συστημικής προσέγγισης στη διαχείριση του πρασίνου, η οποία περιλαμβάνει
τακτική παρακολούθηση, προγραμματισμένα σχέδια αντικατάστασης δέντρων και
δημόσια επικοινωνία των τεχνικών επιλογών.
Ελλείψει αυτού, δημιουργείται ένα κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας που τροφοδοτεί αφενός
τις συγκρούσεις, από τη μια πλευρά όταν οι διοικήσεις που φοβούνται την «υπόθεση των μέσων ενημέρωσης»
και έτσι τείνουν να κόβουν δέντρα για να αποφύγουν μελλοντικά προβλήματα,
αφετέρου, από την άλλη οι πολίτες που βιώνουν την κάθε υλοτόμηση ως
ανεπανόρθωτη και συχνά αδικαιολόγητη απώλεια.
Εν ολίγοις, υπάρχει
ανάγκη να απομακρυνθούμε από τη λογική της αμοιβαίας καχυποψίας και να
οικοδομήσουμε μια νέα συμφωνία μεταξύ θεσμών και πολιτών, στην οποία η
προστασία των δέντρων δεν αντιτίθεται στην ασφάλεια, αλλά αποτελεί μέρος μιας
ευρύτερης, διαφανούς και συμμετοχικής αστικής στρατηγικής».
Ερώτηση: Η διαχείριση
του αστικού πρασίνου είναι σύνθετη, τόσο από τεχνικής όσο και από κοινωνικής
άποψης. Ποια είναι τα σταθερά σημεία που πρέπει να ακολουθεί κάθε διοίκηση;
Απάντηση: «Η διαχείριση του αστικού πρασίνου σημαίνει αντιμετώπιση μιας σύνθετης πρόκλησης που περιλαμβάνει τεχνικές δεξιότητες, οικονομικούς πόρους, κοινωνική δυναμική και πολιτικό όραμα. Κάθε διοίκηση θα πρέπει να ξεκινήσει αναγνωρίζοντας το πράσινο ως στρατηγική υποδομή, ισότιμη με το δίκτυο ύδρευσης ή των μεταφορών, ότι αυτό είναι θεμελιώδες για τη δημόσια υγεία, τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, τη βιοποικιλότητα και τη συλλογική ευημερία.
Απαιτείται
γι’ αυτό μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, όχι μόνο λόγω έκτακτων αναγκών ή λογικών
έκτακτης συντήρησης, αλλά αυτός να είναι
βασισμένος σε ενημερωμένες απογραφές, διαφανείς αξιολογήσεις κινδύνου και
προγραμματισμένες παρεμβάσεις.
Επιπλέον, είναι ζωτικής σημασίας η πράσινη διαχείριση να είναι συμμετοχική και να κοινοποιείται, οι πολίτες πρέπει να ενημερώνονται όχι μόνο για τις τελικές αποφάσεις, αλλά και για τα κριτήρια που τους παρακινούν, ώστε να αποτρέπεται η κάθε κοπή να εκλαμβανεται ως αυθαίρετη.
Από τεχνική άποψη, είναι απαραίτητο να επενδύσουμε σε συνεχή εκπαίδευση του προσωπικού, με τεχνολογίες παρακολούθησης και με διεπιστημονικές προσεγγίσεις που λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα των αστικών οικοσυστημάτων.
Τέλος, η κατευθυντήρια αρχή θα πρέπει να είναι η φροντίδα, όχι ο έλεγχος, μια Διοίκηση που καλλιεργεί, φροντίζει και ανανεώνει το αστικό πράσινο μεταδίδει ένα όραμα της πόλης ως ζωντανού οργανισμού, που πρέπει να κατοικείται μαζί, όχι να απλοποιείται ή να αποστειρώνεται από φόβο για το απροσδόκητο».
Ερώτηση : Θεωρείτε ότι είναι επίσης απαραίτητο να αυξηθεί μια «διαχειριστική κουλτούρα» μεταξύ των πολιτών, ίσως ξεκινώντας από τα σχολεία;
Σε αυτό, ωστόσο, μια συγκεκριμένη αφήγηση,
πλέον αχαλίνωτη, που ιεροποιεί τα δέντρα σίγουρα δεν βοηθά...
Απάντηση: «Η αύξηση μιας πραγματικής «διαχειριστικής κουλτούρας» του αστικού πράσινου μεταξύ των πολιτών είναι σήμερα μια επείγουσα ανάγκη. Στην πραγματικότητα, η διαχείριση των δέντρων δεν μπορεί να αναχθεί, όπως αναφέρθηκε, σε μια συναισθηματική αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που θέλουν να κόψουν και εκείνων που θέλουν να σώσουν, αλλά απαιτεί επίγνωση, βασικές γνώσεις και εργαλεία για την κριτική αξιολόγηση των καταστάσεων.
Τα
σχολεία αποτελούν ένα ουσιαστικό σημείο εκκίνησης, η εισαγωγή της πράσινης εκπαίδευσης ως μέρος ενός ευρύτερου οικολογικού
αλφαβητισμού (μόρφωσης) σημαίνει εκπαίδευση πολιτών ικανών να κατανοήσουν την
αξία των δέντρων, αλλά και τις πολυπλοκότητες που σχετίζονται με τη διαχείρισή
τους, όπως ο κίνδυνος, η συντήρηση των περιοχών όπου υπάρχουν, ο κύκλος
ζωής και η προγραμματισμένη αντικατάσταση τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετά
από ένα συγκεκριμένο αριθμό ετών αποφασίζετε να αντικαταστήσετε τα δέντρα,
ακόμη και αν δεν παρουσιάζουν προβλήματα, αλλά σημαίνει ότι πρέπει να έχετε
σαφή κατανόηση της κατάστασης ορισμένων προβληματικών δεντροστοιχιών και να
σχεδιάζετε την αντικατάσταση σε μεσοπρόθεσμο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα που
υπερβαίνει μια ενιαία εντολή.
Δυστυχώς, ένα
συγκεκριμένο αφήγημα που είναι ευρέως διαδεδομένο σήμερα τείνει να καθαγιάσει
το δέντρο ως απαραβίαστο ον, τροφοδοτώντας ένα άκαμπτο και συχνά εχθρικό όραμα
απέναντι σε οποιαδήποτε επέμβαση κλαδέματος ή αφαίρεσης, ακόμη και όταν είναι
απαραίτητο. Αυτή η προσέγγιση, αν και καθοδηγείται από καλές προθέσεις,
κινδυνεύει όμως να αποστασιοποιηθεί από τη σύγκριση με την πραγματικότητα και
να απονομιμοποιήσει την τεχνικο-επιστημονική γνώση, ενθαρρύνοντας συγκρούσεις
και παρεξηγήσεις.
Η προώθηση μιας κουλτούρας πρασίνου σημαίνει
αντ’ αυτού την υποστήριξη μιας ενεργής αλλά ενημερωμένης κοινωνίας πολιτών,
ικανής να διακρίνει ανάμεσα της αυθαίρετης υλοτομίας και των βάσιμων
παρεμβάσεων, αλλά και μεταξύ της κακής διαχείρισης και των δύσκολων αλλά
αναπόφευκτων επιλογών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να οικοδομηθεί μια ώριμη
και κοινή σχέση με την αστική κληρονομιά των δέντρων, βασισμένη στην
υπευθυνότητα, τη διαφάνεια και τη φροντίδα».
Αρχικός τίτλος του άρθρου:
"La gestione degli alberi non
può essere ridotta a un confronto emotivo tra chi vuole tagliare e chi vuole
salvare": dopo il recente incidente di Venezia, un approfondimento sulla
complessa gestione del verde urbano
Απόδοση
στα Ελληνικά
Μανώλης Καπάνταης Δασολόγος – Περ/λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου