«Το 80% από το τσάι του βουνού που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά προέρχεται από το χωριό µας. Είναι πια πηγή ζωής για εµάς εδώ! Μια άγονη περιοχή, όπου έως και σαράντα χρόνια πριν οι κάτοικοί της δεν µπορούσαν να επιβιώσουν οικονοµικά, πάει τώρα κόντρα στην εγκατάλειψή της. Το τσάι µας µάς κρατά όρθιους!».
Είναι, λένε, το µεράκι και η συνήθειά τους που δεν κόβεται. Μια εναλλακτική καλλιέργεια που δοκιµάστηκε και άντεξε. Στο µικρό χωριό Βρύναινα, στον Αλµυρό Μαγνησίας, σε υψόµετρο 650 στις ανατολικές πλαγιές του όρους Οθρυς, σχεδόν όλοι οι ντόπιοι απολαµβάνουν στάνταρ ρόφηµα, αλλά και εισόδηµα, βουνίσιο! Είτε ως κύρια είτε ως δευτερεύουσα απασχόλησή τους, είναι οι µοναδικοί στην Ελλάδα που καλλιεργούν τόσο συστηµατικά, σε πεντακόσια στρέµµατα, τσάι του βουνού. Λιγότερο ή περισσότερο, η καθεµιά από τις περίπου τετρακόσιες οικογένειες παράγει κι εµπορεύεται συνολικά ώς κι εκατό µε εκατόν είκοσι τόνους ετησίως. Μέσω χονδρεµπόρων, µάλιστα, το προϊόν τους φεύγει και εκτός συνόρων, κυρίως σε Γερµανία και Καναδά.
«Μέσα στο τσάι µεγάλωσα! Από παιδί έχω βιώµατα να το µεταφυτεύουµε από το βουνό στο χωράφι µας, να το σκαλίζουµε και να το θερίζουµε µε το δρεπάνι µας, πριν το δέσουµε σε µατσάκια και το αποξηράνουµε. Και σήµερα, στο φλιτζάνι µου το σερβίρω κάθε µέρα! Με βοήθησε να κόψω τον καφέ, έγινε αφορµή να βάλω τέρµα και στο τσιγάρο, που συνήθως τον συνόδευε…», λέει στα «ΝΕΑ» ο 48χρονος Γιώργος Μυλωνάς, διευθυντής στο Ειδικό ∆ηµοτικό Σχολείο Αλµυρού. Στον ελεύθερο χρόνο του συνηθίζει να βοηθά τη µητέρα του, Ευφροσύνη, στις οικογενειακές καλλιέργειες, στα τριάντα πέντε στρέµµατα τσαγιού, στα υπόλοιπα δεκαπέντε µε ρίγανη, χαµοµήλι, φασκόµηλο και µέντα. Είναι η µοναδική παραγωγός του χωριού που έχει πάρει και πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας (από τη ∆ΗΩ). «Τα καταφέρνουµε µια χαρά, µε όπλο µας τη σκληρή δουλειά! Είναι χειρωνακτική, άρα δύσκολη, υπόθεση, από τη στιγµή που αυτές τις επικλινείς εκτάσεις µηχανήµατα δεν µπορούν να τις προσεγγίσουν και να δουλέψουν. Ωστόσο, άντρες και γυναίκες τα πάµε καλά και µε τα τσαπιά! ∆εν είναι µόνο τα συστατικά του ασβεστολιθικού εδάφους µας αυτά που κάνουν τη διαφορά. Είναι και το ίδιο το είδος του τσαγιού που καλλιεργούµε, αποκλειστικά ο sideritis raeseri, που το κάνει ακόµα πιο ξεχωριστό», υποστηρίζει.
Με ή χωρίς µέλι, οι λάτρεις του καλού τσαγιού το απολαµβάνουν ακόµα και το καλοκαίρι, επισηµαίνει. Η τιµή πώλησής του, πάντως, σε χονδρέµπορους, σούπερ µάρκετ και λαϊκές µοιάζει τα τελευταία χρόνια µε «ασανσέρ». Από τις καλές εποχές και τα 9 ευρώ το κιλό, πιάνει τώρα µόλις τα 3 µε 5 ευρώ. «Ακόµα είµαστε στα µισά της τρέχουσας περιόδου, θα δούµε πώς θα πάει τελικά το πράγµα. Οπωσδήποτε, όµως, η κρίση µάς επηρέασε αρνητικά το 2010: οι χονδρέµποροι δεν παίρνουν πλέον µεγάλες ποσότητες, όπως παλαιότερα. Αναγκαστικά, λοιπόν, κι εµείς θα πρέπει να πάµε τώρα σιγά σιγά. Στα επόµενα δυο-τρία χρόνια να ελαττώσουµε σταδιακά την παραγωγή µας, ώστε να µη µένει απούλητο το τσάι µας…», τονίζει.
Αρωµατική παράδοση από το 1969
Την ιδέα να µεταφυτευτείτο διάσπαρτο στο βουνό αυτοφυές τσάι σε συγκεκριµένες, πλέον, οριοθετηµένες περιοχές-κτήµατα της Βρύναινας και των γειτονικών Κοκκωτών, πιστώνεται, από το 1969, ο βολιώτης γεωπόνος κ. ∆ηµήτρηςΜητσογιάννης, που υπηρετούσε τότε στο Γραφείο Γεωργικής Ανάπτυξης Αλµυρού. Βρήκε έτσι τον τρόπο να κρατήσει σταχωριά τους ντόπιους, που µετανάστευαν για να βρουν δουλειά,εξασφαλίζοντάς τους έκτοτεένα ικανοποιητικό σταθερό εισόδηµα. «Η πατέντα αυτή έπιασε, κι αυτό έχειτην εξήγησή του. Τοτσάι µας καλλιεργείται στο ίδιο υψόµετρο (από 600έως 1.000) µε το αυτοφυές. Στην ίδια εδαφολογικά και κλιµατολογικά περιοχή, που δεν εµφανίζει πολλή υγρασία ή βροχές, αλλά µεγάλη ηλιοφάνεια. Γι’ αυτό και είναι πια και επιστηµονικά αποδεδειγµένα ποιοτικό, σύµφωνα µε έρευνα τηςΓεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ», λέει ο 36χρονος στρατιωτικός Κώστας Τσάπρας, που συµβάλλει από µικρό παιδί στην προσπάθεια των αγροτών γονέων του. «Ετησίως βγάζουµε συνολικά τρεις µε τέσσερις τόνους, κι άλλη τόση ρίγανη, στα είκοσι στρέµµατά µας. Ειδικά η συγκοµιδή των ανθοφόρων βλαστών του τσαγιού είναι µία από τις πιο κοπιαστικές εργασίες, αφού πρέπει ναγίνει µες στο καλοκαίρι, στις αρχές Ιουνίου.
Τότε είναι που πρέπει να είµαστε συνεχώς στο πόδι από τις πεντέµισι το πρωί, τουλάχιστον για είκοσι µέρες, για να το µαζέψουµε στο σύνολό του. Προηγουµένως πρέπει να έχουµε προετοιµάσει ανάλογα και το χωράφι µας, να µεταφυτέψουµε εκεί τις ρίζες του βουνίσιου τσαγιού, να σκαλίσουµε κι όλη τη φυτεµένη µ’ αυτό γη. Ευτυχώς, πότισµα δεν χρειάζεται, αρκεί το βρόχινο νερό…», περιγράφει.
Σύντοµο... βιογραφικό
Το φυτό ανήκει στο γένος sideritis L., που απαντάται αυτοφυές σε όλη τη Μεσόγειο. Στη Βρύναινα καλλιεργείται ένα από τα πέντε είδη του που φύονται στην Ελλάδα, το Sideritis raeseri boiss & heldz (τσάι του βουνού).
Περίπου 100 στρέµµατα καλλιεργούνται και σε άλλα χωριά της Μαγνησίας (Κοκκωτοί, Αγία Τριάδα, ∆ρυµώνας και Πλάτανος).
Καλλιέργειται µόνο στην Ελλάδα. n Η διαδικασία παραγωγής του γίνεται µε φυσικό τρόπο, χωρίς τη χρήση ουσιών για τη συντήρησή του. Επίσης, έχει αρωµατικό πλεονέκτηµά έναντι του µαύρου τσαγιού.
Χάρη στα συστατικά του αιθέριου ελαίου του, παρουσιάζει πολλές ευεργετικές ιδιότητες, κυρίως ενάντια σε κρυολογήµατα και φλεγµονές του ανώτερου αναπνευστικού συστήµατος. Θεωρείται επίσης ευστόµαχο, εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό κι αντιαναιµικό, καθώς περιέχει σίδηρο. Πηγη: ΓΙΏΡΓΟΣ Χ. ΣΑΜΑΡΑΣ, ΓΕΏΠΟΝΟΣ MSC
Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου