Σελίδες

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ΔΕΝΤΡΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΔΕΝΤΡΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

        ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ: Ένα μεγάλο, υγιές, ώριμο δέντρο της πόλης που παρέχει σκιά και ψύξη, απορροφά σημαντική ποσότητα CO2 και παρέχει βιότοπο για χλωρίδα και πανίδα.
           

      ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ένα αστικό δέντρο που έχει εξασθενήσει για χρόνια και τελικά θα πεθάνει, χωρίς κλιματικό όφελος. 
        Δυστυχώς, συχνά βλέπουμε αυτό να συμβαίνει στην πράξη. Σκάβεται μια τρύπα και ένα μικρό δέντρο φυτεύεται σε ένα συχνά άκρως εχθρικό περιβάλλον με την προσδοκία ότι θα γίνει ένα μεγάλο και ώριμο δέντρο. Αυτό που πολλοί άνθρωποι φαίνεται να ξεχνούν είναι ότι η φύτευση ενός αστικού δέντρου απαιτεί εργαλεία για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Τις τελευταίες δεκαετίες, η πίεση  σε ότι φυσικό έχει ενταθεί και η αξία στα αστικά τετραγωνικά  έχει αυξηθεί.


           Κάθε μέτρο στο αστικό περιβάλλον χρησιμοποιείται εντατικά από τις παραπάνω και υπόγειες υποδομές, κυκλοφορία και ανθρώπους. Η επίτευξη μιας έξυπνης ισορροπίας μεταξύ πράσινου και γκρι είναι μια αυξανόμενη πρόκληση και γίνεται όλο και πιο σημαντική.
        Πιστεύω ότι είναι γνωστό σε όλους ότι οι συνθήκες στο αστικό περιβάλλον απέχουν πολύ από τις βέλτιστες για ένα δέντρο να αναπτυχθεί ισορροπημένο και να φτάσει γρήγορα στην ωριμότητα για να παραμείνει αποτελεσματικό και αποδοτικό στην παροχή οφελών που αναμένουμε μέχρι το στάδιο της φυσικής γερότητας.

    Αρκετοί παράγοντες όπως περιορισμένος χώρος, κακή διείσδυση αέρα & νερού, ρύπανση, περιορισμένη διαθεσιμότητα θρεπτικών στοιχείων και συμπίεση εδάφους μειώνουν την ανάπτυξη και τη διάρκεια ζωής του δέντρου. Καθώς τα δέντρα συνεχίζουν να μεγαλώνουν, τελικά θα συναντήσουν κάθε είδους εμπόδια που εμποδίζουν την ανάπτυξη τους.
        Ειδικότερα, η συμπίεση του εδάφους και οι υπόγειες υποδομές αποτελούν πρόβλημα για τα αστικά δέντρα, καθώς αποτελούν τις κύριες αιτίες της αδυναμίας των ριζών να αγκυροβοληθούν σωστά στο έδαφος και του περιορισμού νερού, αέρα και θρεπτικών συστατικών από τις ρίζες. Αυτό προκαλεί σταδιακή (αλλά μερικές φορές και ξαφνική) εξασθένηση και αυξάνει την πιθανότητα κατάρρευσης σε περίπτωση καταιγίδων ή ισχυρών ανέμων. Τελικά μια πολύτιμη επένδυση χάνεται γιατί ένα μεγάλο και ώριμο δέντρο, αλλά σε καλές συνθήκες, παράγει σημαντικά μεγαλύτερα κλιματικά οφέλη από τις νέες φυτεύσεις.
    Εάν υπάρχει ένας κρίσιμος παράγοντας για την ανάπτυξη και την υγεία των αστικών δέντρων, τόσο νέων όσο και υφιστάμενων, αυτός είναι ο όγκος γης που είναι διαθέσιμος για ριζική ανάπτυξη. Οι ρίζες απλά χρειάζονται χώμα για να αναπτυχθούν έτσι ώστε το δέντρο να σταθεροποιηθεί και να απορροφήσει θρεπτικά συστατικά από το χώμα. Εάν αυτή η ανάπτυξη αναστέλλεται από την έλλειψη χώρου ρίζας, το δέντρο θα εξασθενήσει πιο γρήγορα, θα είναι πιο ευάλωτο σε ασθένειες και παράσιτα και τελικά θα πεθάνει. Ειδικά στην περίπτωση των υπαρχόντων αστικών δέντρων, που αποφέρουν πολυάριθμα κλιματικά οφέλη, συμβάλλουν στον αισθητικό χαρακτήρα ενός τόπου και εγγυώνται την κοινωνική συνοχή, πρόκειται για πραγματική σπατάλη.
        Να γιατί είναι απαραίτητο να κάνουμε τα υπάρχοντα δέντρα «μελλοντικά αποδεικτικά», δίνοντάς τους την ευκαιρία να αναπτυχθούν χωρίς περιορισμούς.
        Υπάρχουν αρκετές καινοτόμες τεχνικές για κάθε φορά που δημιουργούν βέλτιστο όγκο εδάφους για νέα και υπάρχοντα αστικά δέντρα, τα οποία εφαρμόζονται κάτω από το πλακόστρωτο και είναι αρκετά ανθεκτικά για να αντέξουν βαρύτερα φορτία κυκλοφορίας, το δέντρο δεν πάσχει πλέον από συμπίεση εδάφους.

        Αυτά τα συστήματα γενικά αποτελούνται από αρθρωτές μονάδες, συμπεριλαμβανομένων σωλήνων εξαερισμού, αγκύρωση ρίζων πέλματος (με νέα φύτευση) και πάνελ καθοδήγησης ρίζας. Οι σωλήνες εξαερισμού χρησιμοποιούνται για να παρέχουν στο δέντρο επαρκή αερισμό και άρδευση.
          Η αγκύρωση της μπάλας του δεντρου  εξασφαλίζει ότι  είναι σταθερά αγκυροβολημένο από ανθεκτικές αγκυρωσεις που είναι συνδεδεμένες με την  υπόβαση ή με αγκύρωση στο έδαφος. Τα πλαίσια  οδηγών ρίζας όπου φυτεύονται μεσα τα δεντρα, ή αντιριζικές μεμβράνες  έχουν τη λειτουργία να καθοδηγούν τις ρίζες των δέντρων κάθετα προς τα κάτω, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν να αναπτύσσονται οριζόντια κάτω από το πλαίσιο. Αυτό εμποδίζει το δέντρο να ασκήσει ριζική πίεση και να καταστρεψει το πεζοδρόμιο. Επιπλέον, το σύστημα συνδέεται συχνά με ένα αποχετευτικό κανάλι έτσι ώστε το δέντρο να μπορεί να απορροφήσει καλύτερα νερό και να είναι λιγότερο πιθανό να υποστεί ξηρασία.
        Ο παραδοσιακός τρόπος φύτευσης δέντρων – σκάβοντας μια τρύπα και φύτευση ενός δέντρου – είναι η αστική ιστορία. Τα αστικά δέντρα απλά συναντούν πάρα πολλά εμπόδια για την υγιή γήρανση. Για να επιτευχθεί ο απαραίτητος όγκος ριζών για να ευδοκιμήσει μεταξύ των αστικών υποδομών, τα περιγραφόμενα συστήματα (παρόμοια αλλά πωλούνται με διαφορετικές ονομασίες λόγω εκδόσεων ευρεσιτεχνίας) για νέες φυτεύσεις και για υπάρχοντα δέντρα. Με αυτόν τον τρόπο τα δέντρα έχουν την ευκαιρία να γεράσουν με ασφάλεια στην πόλη και οι προσδοκίες γίνονται πραγματικότητα!

(πηγή από το https://treebuilders και ιστοτοπο Arboricoltura Urbana-Arboriculture and Urban Forestry di Francesco Ferrini )

Απόδοση στα Ελληνικά  
Κώστας Τάτσης 
Γεωπόνος Κηποτέχνης 

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Το πεύκο στην Ελλάδα

 Το πεύκο στην Ελλάδα

του Αντωνιου Β. Καπετάνιου
 Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος

Ιστορία και οικολογία του πεύκου

        Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κατηγορίες πεύκων. Είναι τα πεύκα των χαμηλών υψομέτρων, τα θερμόβια πεύκα, και τα πεύκα των μεσαίων και μεγάλων υψομέτρων. Στα πρώτα, που είναι και τα συνηθισμένα στον ελληνικό χώρο, υπάγονται δύο βασικά είδη πεύκων, η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη, λιγότερο δε η κουκουναριά, λόγω της περιορισμένης γεωγραφικής της εξάπλωσης. Στα δεύτερα υπάγονται δύο κύρια είδη ελληνικών πεύκων, η μαύρη πεύκη (η αποκαλούμενη ως “μαυρόπευκο”) και η δασική πεύκη, ενώ μικρότερη εξάπλωση από τα ψυχρόβια ελληνικά πεύκα έχουν η λευκόδερμος πεύκη, καθώς και η βαλκανική πεύκη, στη Βόρειο Ελλάδα.
            Το θερμόβιο πεύκο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δένδρο της μεσογειακής Ελλάδας. Αυτής που τη βρέχει η Μεσόγειος και τη διαμορφώνει κλιματικά και φυσιογνωμικά/φυσιογνωστικά, δίνοντάς της το «χάρισμα» της θερμότητας, της φωτεινότητας, της ηπιότητας, μα και της ξηρότητας όπως και της στέρησης –καθότι, υπό μιαν άλλη οπτική, ακόμα και η στέρηση βλέπεται θετικά στην Ελλάδα, στο βαθμό που δημιουργεί τις συνθήκες για προσφορά στο επίπεδο του μπορετού, του «ολίγου», του «ελαχίστου». Σε αυτό το επίπεδο βρίσκει έκφραση το πεύκο και μπορεί στη στέρηση να φτιάχνει φύση μοναδική. Κάποιες φορές θα καμφθεί, θα συστριφτεί, θα νανοποιηθεί, θ’ απομυζηθεί, θ’ αποσκελετωθεί, μα δε θα λυγίσει και θα συνεχίσει να δίνει ζωή στη φτωχή γη. Σε μιαν αντίθετη πορεία με τις καθεστώσες καταστάσεις της ζωής, που θέλουν το θαλλό νάν’ στα χλοερά, το πεύκο οστεώνεται, στεγνώνει, φυραίνει, για να σταθεί στ’ ασφριγή και τα έσχατα. Πα σε βράχους, πα σε ξερή λεπτή γη, σε τόπους «αδύνατους», ισχνούς στήνεται. Με «σισύφειους μόχθους» κρατείται, έχοντας όμως τύχη αγαθή. Ο ανείπωτος τούτος, ο αΰμνητος άθλος του, δεν προσέχθηκε, δεν ιδώθηκε στο σύγχρονο ζην, ακριβώς επειδή δεν εννοήθη και εφάνη μικρός ή και βλαβερός (κατά τα νεωτερικά κριτήρια…) ο ρόλος του πεύκου στη ζωή του Νεοέλληνα!
Η πεύκη, όπως θηλυκά καλείται το πεύκο, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η μεταμόρφωση της νύμφης Πίτυος. Η Πίτυς αγάπησε τον Πάνα, που την πλάνεψε με τον αυλό του. Τούτο προξένησε τη ζυλοτυπία του Βορέα, ο οποίος χολωμένος την πέταξε μ’ ένα φύσημά του στα βράχια. Εκεί, η Μάνα Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε δένδρο. Έκτοτε απολαμβάνει το φως και τη χαρά του ήλιου και στεφανώνει τον Πάνα, προσφέροντάς του τη σκιά της, ενώ, όταν φυσά ο Βοριάς, τον γαληνεύει με το λιτό πράσινο φόρεμά της και με το τραγούδι της, στ’ οποίο τη συντροφεύει ο Πάνας με τον αυλό του.
            Για να κατανοήσουμε τον οικολογικό ρόλο του πεύκου, ας σκεφτούμε ιστορικά σε σχέση με την ελληνική φύση: πώς αυτή συνθέτονταν και πώς απογίνηκε (περιορίζουμε εν προκειμένω τη σκέψη μας στη μεσογειακή φύση της Ελλάδας, όπως αυτή συγκροτείται στα δύσκολα ξηροθερμικά της περιβάλλοντα, καθότι μας ενδιαφέρει το θερμόβιο πεύκο). Η άλλοτε δρυούσα Ελλάδα, η κυριαρχημένη από την ευλογημένη δρυ, μετάβηκε σ’ έναν έτερο τύπο κυριαρχούντων οικοσυστημάτων, λόγω της συντελεσθείσας περιβαλλοντικής (οικολογικής, ορθότερα) οπισθοδρόμησης, στον τύπο των θερμόβιων πευκοδασών (της χαλεπίου και τραχείας πεύκης). Υποχωρούσε η δρυς και επεκτείνονταν το πεύκο, που έχει ισχυρή την εποικιστική ικανότητα. Τούτο γινόταν φυσικώς, αποτελούσε μια φύσει κατάσταση η οποία προέκυπτε βεβαίως από την ανθρώπινη επέμβαση, όμως η ίδια η φύση, θεραπευτικά ων λειτουργούσα, αποκαθιστούσε την υποβάθμιση με νέα φύση προσαρμοσμένη στα δεδομένα αυτής της υποβάθμισης.
Μην κατακρίνουμε λοιπόν τα πευκοδάση και τα καταδικάζουμε για τη φτωχότητα και την ευφλεξιμότητά τους, κάτι που γίνεται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, διότι αυτά είναι δικό μας δημιούργημα, ως αποτέλεσμα του τρόπου που διαχειριστήκαμε τη γη –σε όποιο επίπεδο κι αν λογίζεται η ανθρώπινη διαχείριση σε σχέση με το ζην. Τα πευκοδάση καλώς ήλθαν κι επικράτησαν διότι αυτός ήταν ο φυσικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο η φύση έπρεπε να καλύψει τα κενά της ανθρώπινης υποβάθμισης. Η δρυς υποχωρούσε διότι αδυνατούσε ν’ ανταπεξέλθει οικολογικά στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε ο άνθρωπος, ο οποίος την καλούσε ν’ ανταποκριθεί σε περιβάλλοντα περισσότερο καταπιεσμένα, φτωχότερα και ξηρότερα. Το πεύκο το μπορούσε, έχοντας αυτή τη θαυμαστή ικανότητα της προσαρμογής στην πτωχεία. Και καλώς ήλθε κι έμεινε, υπό την έννοια που ήλθε…
                Το πεύκο ημπορεί την προσαρμογή στην ακρότητα. Είναι λιτοδίαιτο και ολιγαρκές είδος, και το μόνο που απαιτεί είναι φως, που αυτό το έχει άφθονο η Ελλάδα. Το μυστικό του, δε, είναι η ρητίνη, που είναι βασική ύλη για τη λειτουργία του. Η ρητίνη ενοχλεί τον άνθρωπο διότι κάνει «επικίνδυνο» για φωτιά το δένδρο, κι αποτελεί μία από τις αιτίες που καταδικάζεται. Η ρητίνη περιέχεται σε αγωγούς του κορμού και του φλοιού του πεύκου, που ονομάζονται ρητινοφόροι αγωγοί κι αποτελούν ένα δίκτυο συγκοινωνούντων αγγείων. Πέραν όμως των βασικών ρητινοφόρων αγωγών που είναι ενσωματωμένοι στη δομή του κι εξυπηρετούν τη βιολογική του λειτουργία, υπάρχουν και οι εκχυματικοί τραυματικοί ρητινοφόροι αγωγοί, οι οποίοι όταν προκληθούν με τραυματισμό του δένδρου από διάφορες αιτίες (πληγώσεις, άνεμο, φωτιά, κεραυνό, πουλιά κ.ά.) εκκρίνουν τη ρητίνη, που είναι ένα πυκνόρρευστο, κολλώδες, άχρωμο υγρό, που καλύπτει την πληγή και προστατεύει το δένδρο από προσβολές υγρασίας, σήψης και ξηροφθόρων εντόμων. Αυτοί οι αγωγοί ευθύνονται κατά βάσιν για τη μεγάλη ευφλεξιμότητα του πεύκου.
                    Το πεύκο είναι δένδρο της Μεσογείου, είναι δένδρο ελληνικό. Αιώνες ακατάβλητης πορείας και προσαρμογών το υπέδειξαν ως αντιπροσωπευτικό, ως κατάλληλο φυτικό είδος του «δύσκολου» μεσογειακού περιβάλλοντος. Η ευφλεξιμότητά του προκύπτει από τη φύση του, που συνδυάζεται με τη λιτότητά του και την ολιγάρκειά του.
        Στα φυσικά οικοσυστήματα που βρίσκονται σε περιοχές της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης, η φωτιά γενικά αποτελεί οικολογικό παράγοντα διαχείρισής τους, όταν βέβαια συμβαίνει σε χρόνους ανεκτούς για την επαναφορά κι ανανέωση του οικοσυστήματος κι όταν δεν παρεμβάλλεται στον ενδιάμεσο χρόνο κάποιος παράγοντας που δρα αποτρεπτικά ως προς αυτό (νέα φωτιά, βόσκηση, ανθρώπινη δραστηριότητα στα καμένα εδάφη, εκχερσώσεις κ.ά.) Η φωτιά αποτελεί γενικά ρυθμιστικό, εξισορροπιστικό παράγοντα στα οικοσυστήματα του πλανήτη του μεσογειακού τύπου κλίματος (τέτοιες περιοχές είναι η λεκάνη της Μεσογείου, η Καλιφόρνια, η Χιλή, η Νότια Αφρική και η Νοτιοδυτική & Νότια Αυστραλία).
            Ο κλιματικός αυτός τύπος, χαρακτηρίζεται από τα ξηρά και με υψηλές θερμοκρασίες καλοκαίρια, στα οποία οι βροχές είναι λιγοστές μα όταν συμβαίνουν έχουν μεγάλη ραγδαιότητα, και από τους ήπιους χειμώνες, με μικρά ή μεσαία ύψη βροχής. Η βλάστηση των περιοχών με τον εν λόγω τύπο κλίματος είναι συγκεκριμένη, τα είδη είναι κωνοφόρα (θερμόβια πεύκα, κυπαρίσσια), πλατύφυλλα με δερματώδη ή σκληρά φύλλα και αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι, ενώ τα φρύγανα αποτελούν μεν (κατά κανόνα) οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όμως ο οικολογικός ρόλος τους για την μετά την αποδρομή κατάσταση και τη μετέπειτα φυσική εξέλιξη, είναι σημαντικός.
            Τα θερμόβια μεσογειακά φυτικά είδη, ανέπτυξαν συγκεκριμένους μηχανισμούς προσαρμογής, ώστε ν’ ανταποκρίνονται στις δύσκολες συνθήκες που τους έλαχε να βρεθούν. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι η αλληλοπάθεια (διάχυση ανασταλτικών ουσιών στο έδαφος, για να μην φυτρώνουν σπόροι άλλων φυτών ή να μην αυξάνεται το ριζικό σύστημα ανταγωνιστικών ετήσιων φυτών), η αειφυλλία (διατήρηση επί μακρόν των φύλλων, για να μη σοκάρεται το φυτό με την έκπτυξη νέων, που είναι μια διαδικασία που απαιτεί κατανάλωση πολύ μεγάλης ποσότητας νερού και πρέπει ν’ αποφεύγεται κατά την κρίσιμη θερινή περίοδο), η σκληροφυλλία (ύπαρξη αδιάβροχων κηρωδών ουσιών κάτω από την επιδερμίδα των φύλλων, που προσδίδουν χαρακτηριστική σκληρότητα, χάρη στην οποία παγιδεύεται νερό, που διαφορετικά θα εξατμιζόταν λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του θέρους), το κλείσιμο των στοματίων των φύλλων κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, για να καταστέλλονται οι λειτουργίες του φυτού σε στιγμές θερμοκρασιακού σοκ, η ύπαρξη αγκαθιών ή δηλητηριωδών ουσιών, για την απομάκρυνση των ζώων που θα τα βοσκήσουν και θα τα θίξουν, η ύπαρξη βελονοφορίας ή λεπιδοφορίας στα κωνοφόρα, για να μειώνονται οι απαιτήσεις σε νερό και θρεπτικές ουσίες της φυλλικής επιφάνειας, η δημιουργία επιπολαιοριζίας και απλωριζίας, για την περισσότερη και καλλίτερη επιφανειακή εκμετάλλευση των υδατικών και θρεπτικών παροχών.
                Λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών για την αποσύνθεση και χουμοποίηση της οργανικής ύλης των κωνοφόρων, δημιουργείται υπερσυσσώρευσή της σ’ επίπεδα ανασταλτικά για την ομαλή λειτουργία τους. Ένα πευκοδάσος μετά τα 30 έτη του δημιουργεί επί του εδάφους μια μυκητοπαγή πλάκα, αποτελούμενη από τις βελόνες του που πέφτουν και δε χουμοποιούνται, από τη λοιπή πεύκινη οργανική ύλη, καθώς και από μυκήλια μυκήτων. Το πάχος αυτής της πλάκας διά των ετών μεγαλώνει συνεχώς καθιστώντας δύσκολη έως αδύνατη τη φύτρωση των σπόρων του πεύκου ή άλλων φυτών, ή, στην περίπτωση της φύτρωσής τους, εμποδίζει την ανάπτυξή τους. Τούτο το γεγονός, σε συνδυασμό με την αλληλοπάθεια της ανταγωνιστικής βλάστησης, που επηρεάζει τα φυτάρια πεύκης, αλλά και την πυκνή παρουσία των θάμνων του υπορόφου, οδηγεί σε σημαντικό περιορισμό ή εξάλειψη της αναγέννησης του πεύκου, τ’ οποίο επιπροσθέτως, ως φωτόφιλο είδος, επιζητεί το άπλετο ηλιακό φως για ν’ αναπτυχθεί. Υπό τις ασφυκτικές συνθήκες αυτές, συγκροτούνται υπερώριμα γηρασμένα πευκοδάση (λόγω έλλειψης αναγέννησης), με αντιστάσεις μικρές, τα οποία, όπως προείπαμε, μοιραία καταπίπτουν πιο εύκολα (σε σχέση με τα νεότερα) στον παράγοντα της φωτιάς. Αυτή τα απελευθερώνει από την υπερσυσσωρευμένη οργανική αχουμοποίητη ύλη τους και τα οδηγεί στην ταχεία, μετά τη φωτιά, αναγέννησή τους.
                Μετά την πυρκαγιά, ριζοβλαστήματα δίνουν νέα θαμνώδη φυτά, ενώ τα πεύκα «σκορπούν» παντού σπόρους, με την έκρηξη των κώνων τους. Το πεύκο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη του φυτικού βασιλείου, που ρίχνουν τους σπόρους και καρπούς τους στη γη, αυτό κρατά το 30% περίπου των ώριμων κώνων στο δένδρο για 5 με 10 χρόνια μετά την ωρίμανσή τους, ακριβώς για να εξυπηρετηθεί η αναγέννησή του. Οι δε κώνοι δεν επηρεάζονται από τη φωτιά (δεν καίγονται) και κρατούν κλειστούς τους σπόρους τους και προφυλαγμένους μέχρι και 48 ώρες μετά από αυτήν, για να διασφαλιστεί η φύτρωσή τους (να μην πέσουν στην καμένη γη όταν η φωτιά σε αυτή δεν έχει σβήσει).
                Μπορεί να μετρηθούν μέχρι και 1.000 σπόροι πεύκου στο τ.μ. σ’ ένα ώριμο πευκοδάσος, κατά τη διασπορά τους μετά τη φωτιά. Βέβαια, δεν φυτρώνουν όλοι. Ένα σημαντικό μέρος τους χάνεται, είτε γιατί τρώγεται από τα πουλιά ή τα τρωκτικά είτε γιατί σαπίζει, όμως ένα άλλο μέρος αυτών, επίσης σημαντικό, φυτρώνει. Υπάρχει δε η πρόνοια στο σοφό τούτο δένδρο να μη φυτρώνουν οι διασπαρμένοι σπόροι του με την πρώτη βροχή, καθώς τα φυτάρια τότε, λόγω των θερινών συνθηκών, θα ξεραθούν. Τούτο επιτυγχάνεται με την κάλυψη των σπόρων με ανασταλτικές ουσίες φύτρωσης. Φυτρώνουν κάπως αργότερα, με τις φθινοπωρινές βροχές (απαιτούνται περίπου 25 εκατ. βροχής για να συμβεί αυτό), καθώς τότε ξεπλένονται από τις ανασταλτικές ουσίες που περιβάλλονται. Οι σπόροι βρίσκουν με τη φύτρωσή τους ένα πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες υπόθεμα γης, το «λίπασμα» της στάχτης από τη φωτιά, και ενεργοποιούνται. Το νέο δάσος, σε κάμποσα χρόνια θα είναι γεγονός˙ εάν βέβαια ο άνθρωπος το επιτρέψει…
            Πρέπει ακόμα να επισημανθεί η προσφορά του πεύκου στην κλιματική αλλαγή, μια σημαντική προσφορά που δεν έχει αξιολογηθεί στο βαθμό που θάπρεπε. Έχει ανακαλυφθεί ότι οι ρητινούχες μυρωδιές των πεύκων δημιουργούν μικροκλίμα λειτουργώντας αποτρεπτικά στη συντελούμενη κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, οι δυνατές οσμές των πτητικών οργανικών ουσιών που αναδίδουν τα πεύκα και γενικότερα τα κωνοφόρα δένδρα, μετατρέπονται σε αερολύματα και νέφη σωματιδίων πάνω από τα πευκοδάση. Το παραπάνω γεγονός διευκολύνει το σχηματισμό κανονικών νεφών στην ατμόσφαιρα και την παρεμπόδιση της ηλιακής ακτινοβολίας να φθάσει στο έδαφος, καθώς αντανακλάται πίσω στο διάστημα. Τα αέρια που εκλύονται από τα πεύκα μπορούν να σχηματίσουν αερομεταφερόμενα στερεά ή υγρά σωματίδια μεγέθους ενός έως 100 νανομέτρων (δισεκατομμυριοστών του μέτρου), τα οποία αντανακλούν τις προσπίπτουσες ηλιακές ακτίνες και, παράλληλα, αποτελούν τους πυρήνες για τη συμπύκνωση των υδρατμών και τον σχηματισμό των νεφών της βροχής.
            Νέες έρευνες επί της κλιματικής επιδράσεως των πεύκων έδειξαν ότι ένα αρωματικό μόριο που εκλύεται από κάποιο πεύκο, συνδυάζεται με το όζον της ατμόσφαιρας, παράγοντας ελεύθερες ρίζες, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν νέα μόρια οξυγόνου. Αυτά τα νέα μεγαλύτερα μόρια οξυγόνου συμπυκνώνονται σε μικρά σωματίδια στερεάς ή υγρής κατάστασης και είναι τόσα πολλά, που τελικά επιδρούν στο κλίμα θετικά μέσω της δημιουργίας νεφών. Εκτιμάται ότι οι μυρωδιές των πεύκων ευθύνονται περίπου για τις μισές από τις συνολικές εκπομπές αερολυμάτων από ένα δάσος κωνοφόρων. Καθώς τα δένδρα εκλύουν πολύ περισσότερες τέτοιες αρωματικές ουσίες, όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία του περιβάλλοντος, το γεγονός αυτό θα αποτελέσει «φρένο» κατά της κλιματικής αλλαγής, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
        Το θερμόβιο πεύκο είναι το δένδρο που (υπο)στήριξε πόλεις και τις κράτησε όρθιες με το περιαστικό του τοίχος, από πλημμυρισμούς και κατολισθήσεις. Είναι αυτό που «ζωντάνεψε» τα γύρω από τις πόλεις και τους ελληνικούς οικισμούς εδάφη, που κάλυψε με το αχνό πέπλο του τη στέρηση και δημιούργησε θαλερότητα, εκεί όπου η απελπισιά έκαμε κάθε προσπάθεια να φαίνεται μάταιη. Είναι, τέλος, κείνο που δέσμευσε δημόσια εδάφη και τα διασφάλισε (ως το βαθμό που τούτο ήταν δυνατό) από τον καταπατητή Έλληνα. Ακόμα, είναι αυτό που έδωσε προϊόντα (ξύλο, πευκοφλοιό, κουκουνάρι κ.ά.) και ανεκτίμητες άυλες υπηρεσίες. Έβλαψε δηλαδή το πεύκο πα στο βράχο της Ακρόπολης, στο βράχο της Ακροναυπλίας, στο κάστρο της Ναυπάκτου, στο λόφο της Γορίτσας στο Βόλο; Είμαστε βέβαιοι πως όχι. Το πεύκο εντάχθηκε στο ιστορικό σύνολο, άρμοσε με τον περίγυρο, αναβάθμισε το φυσικό περιβάλλον, ανέδειξε το τοπίο. Γιατί λοιπόν η επίκρισή του; Στους «πευκώνες», όπως θα έπρεπε να τους αποκαλούσαμε, αν δεν τους σαρκάζαμε αποκαλώντας τους υποτιμητικά «πευκιάδες»!, οφείλουμε…

ΑΣΤΙΚΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ -4 άρθρα

ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
(αδημοσίευτο άρθρο - Francesco Ferrini)



        Η αστικοποίηση είναι ένας σημαντικός κινητήρας της περιβαλλοντικής αλλαγής και συνδέεται στενά με το μέλλον της βιοποικιλότητας. Η αστική ανάπτυξη και η συνεχής πυκνοποίηση πολλών πόλεων παγκοσμίως αμφισβητούν την ύπαρξη οικοσυστημάτων που κινδυνεύουν να διατηρηθούν στις αστικές περιοχές και την επιβίωση των ειδών εντός των πόλεων. Ταυτόχρονα, ορισμένα αστικά περιβάλλοντα φιλοξενούν πλούτο φυτών και ζώων, συμπεριλαμβανομένων των απειλούμενων ειδών. Οι πολιτικές υπέρ της βιοποικιλότητας στις πόλεις θα μπορούσαν τότε να βοηθήσουν στην αντίθεση της παγκόσμιας κρίσης - βιοποικιλότητας. Ως εκ τούτου, η ανάλυση των πολυκατευθυντικών σχέσεων -δηλαδή θετικών, αρνητικών ή ουδέτερων- μεταξύ αστικοποίησης και βιοποικιλότητας είναι ένα καυτό θέμα για την αστική οικολογική έρευνα και χρειάζονται επειγόντως νέες επιστημονικές γνώσεις για την υποστήριξη αποτελεσματικών στρατηγικών αστικής διατήρησης.
        Οι πόλεις υπέρ της βιοποικιλότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη και την ευημερία του ανθρώπου. Η αστική φύση παράγει και υποστηρίζει ένα ευρύ φάσμα οικοσυστημικών υπηρεσιών ρύθμισης, προσφοράς και πολιτισμού, προάγει τη σωματική και ψυχική υγεία και διατηρεί τη σύνδεση των ανθρώπων με τη φύση. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι υπάρχουν όλο και περισσότερες αποδείξεις για την προστιθέμενη αξία των περιοχών βιοποικιλότητας, σε σύγκριση με απλά «πράσινες» περιοχές στις πόλεις. Η βιοποικιλότητα συχνά (αν και όχι πάντα) συνδέεται θετικά με την παροχή οικοσυστημικών υπηρεσιών που ωφελούν τους κατοίκους της πόλης. Επομένως, η ποιότητα, εκτός από την ποσότητα, της αστικής φύσης είναι σημαντική για τους ανθρώπους και συμβάλλει στην ευημερία τους. Η ενίσχυση της βιοποικιλότητας στα αστικά περιβάλλοντα είναι ένας σημαντικός δρόμος για τη δημιουργία πιο βιώσιμων πόλεων.
    Οι αστικές στρατηγικές διατήρησης της φύσης γίνονται όλο και περισσότερο μέρος της παγκόσμιας αστικής ατζέντας. Η Νέα Αστική Ατζέντα, η διακήρυξη της τρίτης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για τους Ανθρώπινους Οικισμούς, ζητά καθολική πρόσβαση σε χώρους πρασίνου αλλά και διατήρηση των ειδών στις πόλεις. Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης ζητούν την διακοπή της απώλειας βιοποικιλότητας και την πρόληψη της εξαφάνισης των απειλούμενων ειδών. Η ενσωμάτωση αυτού του οράματος στο κτισμένο περιβάλλον έχει αναγνωριστεί ως βασικός δρόμος για την επίτευξη αυτών των στόχων. Η Διακυβερνητική Ομάδα για τη Βιοποικιλότητα και τις Υπηρεσίες Οικοσυστήματος προσδιορίζει ως βασική προσέγγιση για την επίτευξη της βιωσιμότητας.

Για να επιτύχουν τους στόχους τους, οι στρατηγικές διατήρησης της αστικής βιοποικιλότητας πρέπει να θεωρούν τις ποικίλες πτυχές της αστικής φύσης ως κοινωνικο-οικολογικά συστήματα, ενσωματώνοντας τις αξίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Μια καλύτερη κατανόηση της διασταύρωσης μεταξύ ανθρώπων και βιοποικιλότητας υπόσχεται να οδηγήσει την επιτυχία στην ανάπτυξη πόλεων που είναι κοινά ενδιαιτήματα για ανθρώπους, φυτά και ζώα. 



ΑΣΤΙΚΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ 

ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΝΕΩΝ



 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

 Άρθρο  του F. Ferrini 

        Η βιοποικιλότητα ήταν πάντα ένα θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος λόγω του κρίσιμου ρόλου που διαδραματίζει στο παγκόσμιο οικοσύστημα. Πρόσφατα, προέκυψε μια νέα πτυχή της σχέσης μεταξύ βιοποικιλότητας και ανθρώπινης κοινωνίας: η σύνδεση μεταξύ βιοποικιλότητας και ψυχικής υγείας και ανθρώπινης ευημερίας. 

        Ένα  αρθρο , αποτελεσμα ερευνητικού έργου με τίτλο «Αστική βιοποικιλότητα και εφηβική ψυχική υγεία και ευημερία», που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of Environmental Psychology , αναλύει κριτικά αυτή τη σύνδεση. Η έρευνα υπογράμμισε ότι η βιοποικιλότητα δεν είναι μόνο θέμα αριθμού ειδών, αλλά θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των κατοίκων των πόλεων. Η φύση στις πόλεις προσφέρει ευκαιρίες για χαλάρωση, διαλογισμό και σωματική δραστηριότητα, συμβάλλοντας στη μείωση του στρες, του άγχους και της κατάθλιψης.

         Εκτός από τα άμεσα οφέλη, οι αστικοί χώροι πρασίνου προωθούν τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ενισχύουν την αίσθηση της κοινότητας και αυξάνουν τη συνολική ικανοποίηση των κατοίκων. Ως εκ τούτου, η επένδυση στη διατήρηση και την ενίσχυση της αστικής βιοποικιλότητας μπορεί να προσφέρει βιώσιμες λύσεις για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και της ευημερίας των αστικών πληθυσμών. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η έρευνα σχετικά με αυτή τη σύνδεση βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. 

        Στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκονται οι λεγόμενες «Περιοχές Σημασίας για τη Διατήρηση της Φύσης» (SINC) του Λονδίνου, που χαρακτηρίζονται για την ουσιαστική σημασία τους για τον τοπικό βιότοπο. Το βασικό ερώτημα ήταν: Θα μπορούσε η ζωή κοντά σε ένα SINC να έχει θετικό αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των νέων; Η υπόθεση ήταν ότι οι έφηβοι που ζουν σε ακτίνα 1000 μέτρων από ένα SINC θα επωφεληθούν από την ευκολότερη πρόσβαση σε αυτούς τους χώρους, γεγονός που θα οδηγήσει σε λιγότερα προβλήματα ψυχικής υγείας και αυξημένα επίπεδα αυτοεκτίμησης και ευτυχίας. Ωστόσο, τα αποτελέσματα που ελήφθησαν δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν την υπόθεση. 

        Αφού εξέτασε διάφορους συγχυτικούς παράγοντες, η έρευνα δεν βρήκε άμεση συσχέτιση μεταξύ της εγγύτητας σε ένα SINC και της ψυχικής ευεξίας των νέων. Αλλά τι σημαίνει αυτό ακριβώς; Όχι απαραίτητα ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ βιοποικιλότητας και ψυχικής ευεξίας. Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες του άρθρου προτείνουν διάφορες πιθανές εξηγήσεις για τα μηδενικά αποτελέσματα, όπως ο ορισμός της βιοποικιλότητας που χρησιμοποιείται, ζητήματα που σχετίζονται με την πραγματική πρόσβαση σε SINs ή τη στατιστική δύναμη της ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε. 



ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΣΤΡΕΣΟΓΟΝΟΙ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΥΣ   

Σχολιο σε άρθρο του Francesco Ferrini



    Το άρθρο «Βιοποικιλότητα και περιβαλλοντικοί στρεσογόνοι παράγοντες κατά μήκος αστικών διαδρομών πεζοπορίας», που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Urban Forestry &; Urban Greening (https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S161886672300122X?via%3Dihub), υπογραμμίζει τη σημασία του σχεδιασμού βιώσιμων πόλεων που προωθούν το περπάτημα ως μέσο μετακίνησης. Ωστόσο, επισημαίνει επίσης πώς οι αστικές διαδρομές πεζοπορίας μπορούν να εκθέσουν τους ανθρώπους σε δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες που μειώνουν την υγεία, την ευημερία και τη βιοποικιλότητα.

         Ο κύριος στόχος της μελέτης ήταν να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο η αστική μορφή συνδέεται με την ποιότητα του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της βιοποικιλότητας, για τους ανθρώπους που μετακινούνται στον αστικό χώρο.
        Οι ερευνητές εξέτασαν μια σειρά περιβαλλοντικών συνθηκών που επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία και τη βιοποικιλότητα, όπως η θερμοκρασία, ο θόρυβος και η ρύπανση σωματιδίων, μαζί με τη βιοποικιλότητα τριών taxa, δηλαδή δέντρων, πεταλούδων και πτηνών, κατά μήκος δημόσιων πεζόδρομων μήκους 700 μέτρων σε τρεις πόλεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτές οι διαδρομές έχουν επιλεγεί για να αντιπροσωπεύουν μια κλίση της έντασης της αστικοποίησης. Τα αποτελέσματα της μελέτης αποκάλυψαν ότι οι πεζόδρομοι σε πιο αστικοποιημένες περιοχές ήταν πιο θορυβώδεις και θερμότεροι, με τα επίπεδα θορύβου να αυξάνονται περαιτέρω σε περιοχές με περισσότερη βιομηχανική γη και μεγάλους δρόμους.
        Παρά την παρουσία βλάστησης κατά μήκος των μονοπατιών, δεν υπήρχαν ενδείξεις μετριασμού του θορύβου ή της θερμοκρασίας, αλλά υπήρχαν κάποιες ενδείξεις ότι η αυξημένη κάλυψη βλάστησης θα μπορούσε να μετριάσει την παρουσία λεπτών σωματιδίων. Επιπλέον, οι πεζόδρομοι σε πιο αστικοποιημένες περιοχές είχαν μικρότερο πλούτο ειδών πεταλούδας, ιθαγενών πτηνών και δέντρων, μαζί με χαμηλότερη αφθονία πεταλούδων. Οι μεγάλοι δρόμοι συνδέθηκαν με χαμηλότερο πλούτο ειδών πουλιών, ενώ η αύξηση του θορύβου συνδέθηκε με χαμηλότερη αφθονία πτηνών. Επιπλέον, συγκεκριμένες μετρήσεις της βλάστησης στον περιβάλλοντα πίνακα δεν φαίνεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα κατά μήκος των πεζοδρόμων, υποδεικνύοντας περιορισμένο όφελος.
        Συνοπτικά, η μελέτη υπογραμμίζει μια αξιοσημείωτη ετερογένεια στην περιβαλλοντική ποιότητα των αστικών πεζόδρομων και τη δυνατότητα των πεζών να βιώσουν τη βιοποικιλότητα κατά μήκος αυτών των μονοπατιών, με υποβάθμιση της ποιότητας σε πυκνότερες περιοχές κτιρίων. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων των ειδικών χαρακτηριστικών του δομημένου περιβάλλοντος (δρόμοι, βιομηχανικές περιοχές, θόρυβος) που περιβάλλουν τους πεζόδρομους, προκειμένου να βελτιωθούν τα οφέλη που σχετίζονται με την αύξηση της βιοποικιλότητας και τις υγιέστερες συνθήκες για τους πεζούς.
(Εικόνα από: https://lnkd.in/dCz6HU5a)


ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗΝ ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ;


        Μια διεθνής ερευνητική ομάδα δημοσίευσε την πρώτη παγκόσμια εκτίμηση κινδύνου για τα αστικά είδη δέντρων στο τρέχον πλαίσιο της αύξησης της θερμοκρασίας και της μείωσης των ετήσιων βροχοπτώσεων λόγω της κλιματικής αλλαγής: 56-65% αυτών των ειδών κινδυνεύουν ήδη σήμερα και ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να φτάσει στο 68-76% έως το 2050.
        Οι επιστήμονες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα για την Κλιματική Αλλαγή της Φύσης στις 19 Σεπτεμβρίου 2022, μελετώντας 3.129 είδη δέντρων και θάμνων που βρέθηκαν σε 164 πόλεις σε 78 χώρες και υπολόγισαν το περιθώριο ασφάλειας (μέτρο κλιματικής ανοχής) κάθε είδους σε κάθε πόλη υπό τις τρέχουσες κλιματικές συνθήκες και μέλλον.
Η ερευνητική ομάδα σημείωσε ότι είναι αρκετά σύνηθες τα αστικά είδη να βρίσκονται ήδη σε αγχωτικές κλιματικές συνθήκες· αν και μερικές πόλεις, ειδικά οι πλουσιότερες, είναι σε θέση να ξοδέψουν χρήματα για το πότισμα των δέντρων σε περιόδους ξηρασίας και να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

        Ωστόσο, οι κίνδυνοι θα αυξηθούν στο μέλλον και θα οδηγήσουν σε πολύ υψηλότερα έξοδα διαχείρισης. Με τα δέντρα να διαδραματίζουν όλο και πιο κρίσιμο ρόλο ως φυσικά κλιματιστικά στις πόλεις κατά τη διάρκεια του καύσωνα, αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα προγράμματα αστικής δάσωσης πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να επιτρέψουν στα δέντρα να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, για παράδειγμα φυτεύοντας είδη ανθεκτικά στη θερμοκρασία και στις μελλοντικές βροχοπτώσεις. Η έρευνα λειτουργεί αυτό, αλλά χρειάζεται χρόνο και δέσμευση ανθρώπινων και οικονομικών πόρων
(αρχικό άρθρο Η κλιματική αλλαγή αυξάνει τον παγκόσμιο κίνδυνο για τα αστικά δάση, Φύση Κλιματική Αλλαγή (2022). ΔΥΟ: 10.1038/s41558-022-01465-8. www.nature.com/articles/s41558-022-01465-8 )


Αύξηση της ανθεκτικότητας των πόλεων

 

Αύξηση της ανθεκτικότητας των πόλεων



Μελέτες περιπτώσεων και παραδείγματα καλής πρακτικής

            Ο κίνδυνος πλημμύρας στις πόλεις αυξάνεται λόγω ενός συνδυασμού αλλαγών χρήσης γης, υποβάθμισης των αστικών υδάτινων σωμάτων και άγνωστων μοτίβων βροχοπτώσεων. Η βασική αρχή της συμβατικής διαχείρισης των αστικών υδάτων είναι να απομακρύνεται το νερό από το σημείο που πέφτει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αυτή η έκθεση προσφέρει καινοτόμα παραδείγματα για το πώς οι πόλεις μπορούν να διαχειρίζονται το νερό δουλεύοντας με μοτίβα φυσικών ροών – χρησιμοποιώντας Λύσεις που βασίζονται στη φύση (NbS) ή συνδυασμό γκρι και πράσινης υποδομής – και όχι ενάντια σε αυτές.

        Οι περιπτωσιολογικές μελέτες προέρχονται από το Μιλάνο, το Γιοχάνεσμπουργκ, τη Φιλαδέλφεια, το Μπουένος Άιρες, το Σάο Πάολο, το Durban/eThekwini, το Πόρτλαντ και το Όσλο.                                                      

        Χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: 

  • χρήση μέσων δημόσιας πολιτικής, όπως διατάγματα ή κατευθυντήριες γραμμές.
  • καινοτόμα πιλοτικά έργα για τη μείωση της πίεσης στις υποδομές όμβριων υδάτων· και 
  • προγράμματα αστικής κλίμακας για τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας. 

        Για κάθε παράδειγμα, παρουσιάζονται οι στόχοι του έργου, οι δείκτες επιτυχίας, οι προκλήσεις που αντιμετωπίστηκαν, τα κύρια διδάγματα και οι συστάσεις για άλλες πόλεις.

Μία  από τις οκτώ συνοψίζεται παρακάτω, με περισσότερες λεπτομέρειες στην πλήρη έκθεση.


 Μιλάνο: Κατευθυντήριες γραμμές για τα αειφόρα αστικά συστήματα αποχέτευσης (SUDS)

        Η πόλη του Μιλάνου διασχίζεται από πολλά ποτάμια και ρυάκια, επομένως η καταπολέμηση του κινδύνου τοπικών πλημμυρών αποτελεί εδώ και καιρό προτεραιότητα. Η αστικοποίηση σε όλη τη βόρεια Ιταλία αύξησε τη στεγανότητα του εδάφους στο Μιλάνο, η οποία, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, οδήγησε σε αύξηση των προβλημάτων διαχείρισης των πλημμυρών.

        Για το λόγο αυτό, η περιφερειακή αρχή έχει εκδώσει κανονισμούς για πιο βιώσιμη και οικολογική διαχείριση των ομβρίων υδάτων. Ο κανονισμός αυτός επιβάλλει την «αρχή της υδρολογικής και υδραυλικής αναλλοίωτης», που σημαίνει ότι οι όγκοι απορροής και η ροή της πλημμυρικής πεδιάδας που προκύπτουν από την αποστράγγιση νέων αστικών περιοχών πρέπει να παραμένουν αμετάβλητες πριν και μετά τη μετατροπή της χρήσης γης. δάπεδο. Με βάση αυτή την αρχή, ο Δήμος του Μιλάνου εφάρμοσε τις «Οδηγίες για τον σχεδιασμό βιώσιμων συστημάτων αποστράγγισης όμβριων υδάτων (SuDS)».



Για να βοηθήσει τους σχεδιαστές, μαζί με τις οδηγίες, έχει δημιουργηθεί ένα εργαλείο χαρτογράφησης που περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με:

  • Yδροφόρο ορίζοντα
  • Μέση ημερήσια θερμοκρασία που υπολογίζεται τους καλοκαιρινούς μήνες.
  • Πλημμυρικές ζώνες.
  • Οικολογικό δίκτυο.
  • Δημοσιες Υπηρεσίες
  • Υπόγειες υποδομές
  • Περιορισμοί τοπίου, υδρολογικοί και σεισμικοί.

Κύρια συμπεράσματα:

     Η επιτυχία απαιτεί μακροπρόθεσμη δέσμευση και ειδική χρηματοδότηση.

     Τα προγράμματα πολλαπλών παροχών θα είναι πιο ανθεκτικά και θα εξυπηρετούν καλύτερα την κοινότητα, αν και η πολυπλοκότητά τους καθιστά πιο δύσκολη την οργάνωσή τους.


Προτάσεις για άλλες πόλεις:

  •      Ανάπτυξη έργων με πολλαπλά οφέλη που υπερβαίνουν τον μετριασμό του κινδύνου πλημμύρας.
  •      Εξετάστε τις πτυχές του κλίματος και της θερμοκρασίας από την προοπτική της κλιματικής ανθεκτικότητας.


Τίτλος πρότυπος του άρθρου

Estudios de caso y ejemplos de buenas prácticas

1. Aumentar la resiliencia de las ciudades

UrbanismoSocial 2050


Απόδοση στα Ελληνικά


Μ. Καπάνταης Δασολόγος- Περιβαλλοντολόγος                                                     

 τ. Δ/ντης Πρασίνου