Σελίδες

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Το πεύκο στην Ελλάδα

 Το πεύκο στην Ελλάδα

του Αντωνιου Β. Καπετάνιου
 Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος

Ιστορία και οικολογία του πεύκου

        Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κατηγορίες πεύκων. Είναι τα πεύκα των χαμηλών υψομέτρων, τα θερμόβια πεύκα, και τα πεύκα των μεσαίων και μεγάλων υψομέτρων. Στα πρώτα, που είναι και τα συνηθισμένα στον ελληνικό χώρο, υπάγονται δύο βασικά είδη πεύκων, η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη, λιγότερο δε η κουκουναριά, λόγω της περιορισμένης γεωγραφικής της εξάπλωσης. Στα δεύτερα υπάγονται δύο κύρια είδη ελληνικών πεύκων, η μαύρη πεύκη (η αποκαλούμενη ως “μαυρόπευκο”) και η δασική πεύκη, ενώ μικρότερη εξάπλωση από τα ψυχρόβια ελληνικά πεύκα έχουν η λευκόδερμος πεύκη, καθώς και η βαλκανική πεύκη, στη Βόρειο Ελλάδα.
            Το θερμόβιο πεύκο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δένδρο της μεσογειακής Ελλάδας. Αυτής που τη βρέχει η Μεσόγειος και τη διαμορφώνει κλιματικά και φυσιογνωμικά/φυσιογνωστικά, δίνοντάς της το «χάρισμα» της θερμότητας, της φωτεινότητας, της ηπιότητας, μα και της ξηρότητας όπως και της στέρησης –καθότι, υπό μιαν άλλη οπτική, ακόμα και η στέρηση βλέπεται θετικά στην Ελλάδα, στο βαθμό που δημιουργεί τις συνθήκες για προσφορά στο επίπεδο του μπορετού, του «ολίγου», του «ελαχίστου». Σε αυτό το επίπεδο βρίσκει έκφραση το πεύκο και μπορεί στη στέρηση να φτιάχνει φύση μοναδική. Κάποιες φορές θα καμφθεί, θα συστριφτεί, θα νανοποιηθεί, θ’ απομυζηθεί, θ’ αποσκελετωθεί, μα δε θα λυγίσει και θα συνεχίσει να δίνει ζωή στη φτωχή γη. Σε μιαν αντίθετη πορεία με τις καθεστώσες καταστάσεις της ζωής, που θέλουν το θαλλό νάν’ στα χλοερά, το πεύκο οστεώνεται, στεγνώνει, φυραίνει, για να σταθεί στ’ ασφριγή και τα έσχατα. Πα σε βράχους, πα σε ξερή λεπτή γη, σε τόπους «αδύνατους», ισχνούς στήνεται. Με «σισύφειους μόχθους» κρατείται, έχοντας όμως τύχη αγαθή. Ο ανείπωτος τούτος, ο αΰμνητος άθλος του, δεν προσέχθηκε, δεν ιδώθηκε στο σύγχρονο ζην, ακριβώς επειδή δεν εννοήθη και εφάνη μικρός ή και βλαβερός (κατά τα νεωτερικά κριτήρια…) ο ρόλος του πεύκου στη ζωή του Νεοέλληνα!
Η πεύκη, όπως θηλυκά καλείται το πεύκο, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η μεταμόρφωση της νύμφης Πίτυος. Η Πίτυς αγάπησε τον Πάνα, που την πλάνεψε με τον αυλό του. Τούτο προξένησε τη ζυλοτυπία του Βορέα, ο οποίος χολωμένος την πέταξε μ’ ένα φύσημά του στα βράχια. Εκεί, η Μάνα Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε δένδρο. Έκτοτε απολαμβάνει το φως και τη χαρά του ήλιου και στεφανώνει τον Πάνα, προσφέροντάς του τη σκιά της, ενώ, όταν φυσά ο Βοριάς, τον γαληνεύει με το λιτό πράσινο φόρεμά της και με το τραγούδι της, στ’ οποίο τη συντροφεύει ο Πάνας με τον αυλό του.
            Για να κατανοήσουμε τον οικολογικό ρόλο του πεύκου, ας σκεφτούμε ιστορικά σε σχέση με την ελληνική φύση: πώς αυτή συνθέτονταν και πώς απογίνηκε (περιορίζουμε εν προκειμένω τη σκέψη μας στη μεσογειακή φύση της Ελλάδας, όπως αυτή συγκροτείται στα δύσκολα ξηροθερμικά της περιβάλλοντα, καθότι μας ενδιαφέρει το θερμόβιο πεύκο). Η άλλοτε δρυούσα Ελλάδα, η κυριαρχημένη από την ευλογημένη δρυ, μετάβηκε σ’ έναν έτερο τύπο κυριαρχούντων οικοσυστημάτων, λόγω της συντελεσθείσας περιβαλλοντικής (οικολογικής, ορθότερα) οπισθοδρόμησης, στον τύπο των θερμόβιων πευκοδασών (της χαλεπίου και τραχείας πεύκης). Υποχωρούσε η δρυς και επεκτείνονταν το πεύκο, που έχει ισχυρή την εποικιστική ικανότητα. Τούτο γινόταν φυσικώς, αποτελούσε μια φύσει κατάσταση η οποία προέκυπτε βεβαίως από την ανθρώπινη επέμβαση, όμως η ίδια η φύση, θεραπευτικά ων λειτουργούσα, αποκαθιστούσε την υποβάθμιση με νέα φύση προσαρμοσμένη στα δεδομένα αυτής της υποβάθμισης.
Μην κατακρίνουμε λοιπόν τα πευκοδάση και τα καταδικάζουμε για τη φτωχότητα και την ευφλεξιμότητά τους, κάτι που γίνεται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, διότι αυτά είναι δικό μας δημιούργημα, ως αποτέλεσμα του τρόπου που διαχειριστήκαμε τη γη –σε όποιο επίπεδο κι αν λογίζεται η ανθρώπινη διαχείριση σε σχέση με το ζην. Τα πευκοδάση καλώς ήλθαν κι επικράτησαν διότι αυτός ήταν ο φυσικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο η φύση έπρεπε να καλύψει τα κενά της ανθρώπινης υποβάθμισης. Η δρυς υποχωρούσε διότι αδυνατούσε ν’ ανταπεξέλθει οικολογικά στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε ο άνθρωπος, ο οποίος την καλούσε ν’ ανταποκριθεί σε περιβάλλοντα περισσότερο καταπιεσμένα, φτωχότερα και ξηρότερα. Το πεύκο το μπορούσε, έχοντας αυτή τη θαυμαστή ικανότητα της προσαρμογής στην πτωχεία. Και καλώς ήλθε κι έμεινε, υπό την έννοια που ήλθε…
                Το πεύκο ημπορεί την προσαρμογή στην ακρότητα. Είναι λιτοδίαιτο και ολιγαρκές είδος, και το μόνο που απαιτεί είναι φως, που αυτό το έχει άφθονο η Ελλάδα. Το μυστικό του, δε, είναι η ρητίνη, που είναι βασική ύλη για τη λειτουργία του. Η ρητίνη ενοχλεί τον άνθρωπο διότι κάνει «επικίνδυνο» για φωτιά το δένδρο, κι αποτελεί μία από τις αιτίες που καταδικάζεται. Η ρητίνη περιέχεται σε αγωγούς του κορμού και του φλοιού του πεύκου, που ονομάζονται ρητινοφόροι αγωγοί κι αποτελούν ένα δίκτυο συγκοινωνούντων αγγείων. Πέραν όμως των βασικών ρητινοφόρων αγωγών που είναι ενσωματωμένοι στη δομή του κι εξυπηρετούν τη βιολογική του λειτουργία, υπάρχουν και οι εκχυματικοί τραυματικοί ρητινοφόροι αγωγοί, οι οποίοι όταν προκληθούν με τραυματισμό του δένδρου από διάφορες αιτίες (πληγώσεις, άνεμο, φωτιά, κεραυνό, πουλιά κ.ά.) εκκρίνουν τη ρητίνη, που είναι ένα πυκνόρρευστο, κολλώδες, άχρωμο υγρό, που καλύπτει την πληγή και προστατεύει το δένδρο από προσβολές υγρασίας, σήψης και ξηροφθόρων εντόμων. Αυτοί οι αγωγοί ευθύνονται κατά βάσιν για τη μεγάλη ευφλεξιμότητα του πεύκου.
                    Το πεύκο είναι δένδρο της Μεσογείου, είναι δένδρο ελληνικό. Αιώνες ακατάβλητης πορείας και προσαρμογών το υπέδειξαν ως αντιπροσωπευτικό, ως κατάλληλο φυτικό είδος του «δύσκολου» μεσογειακού περιβάλλοντος. Η ευφλεξιμότητά του προκύπτει από τη φύση του, που συνδυάζεται με τη λιτότητά του και την ολιγάρκειά του.
        Στα φυσικά οικοσυστήματα που βρίσκονται σε περιοχές της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης, η φωτιά γενικά αποτελεί οικολογικό παράγοντα διαχείρισής τους, όταν βέβαια συμβαίνει σε χρόνους ανεκτούς για την επαναφορά κι ανανέωση του οικοσυστήματος κι όταν δεν παρεμβάλλεται στον ενδιάμεσο χρόνο κάποιος παράγοντας που δρα αποτρεπτικά ως προς αυτό (νέα φωτιά, βόσκηση, ανθρώπινη δραστηριότητα στα καμένα εδάφη, εκχερσώσεις κ.ά.) Η φωτιά αποτελεί γενικά ρυθμιστικό, εξισορροπιστικό παράγοντα στα οικοσυστήματα του πλανήτη του μεσογειακού τύπου κλίματος (τέτοιες περιοχές είναι η λεκάνη της Μεσογείου, η Καλιφόρνια, η Χιλή, η Νότια Αφρική και η Νοτιοδυτική & Νότια Αυστραλία).
            Ο κλιματικός αυτός τύπος, χαρακτηρίζεται από τα ξηρά και με υψηλές θερμοκρασίες καλοκαίρια, στα οποία οι βροχές είναι λιγοστές μα όταν συμβαίνουν έχουν μεγάλη ραγδαιότητα, και από τους ήπιους χειμώνες, με μικρά ή μεσαία ύψη βροχής. Η βλάστηση των περιοχών με τον εν λόγω τύπο κλίματος είναι συγκεκριμένη, τα είδη είναι κωνοφόρα (θερμόβια πεύκα, κυπαρίσσια), πλατύφυλλα με δερματώδη ή σκληρά φύλλα και αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι, ενώ τα φρύγανα αποτελούν μεν (κατά κανόνα) οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όμως ο οικολογικός ρόλος τους για την μετά την αποδρομή κατάσταση και τη μετέπειτα φυσική εξέλιξη, είναι σημαντικός.
            Τα θερμόβια μεσογειακά φυτικά είδη, ανέπτυξαν συγκεκριμένους μηχανισμούς προσαρμογής, ώστε ν’ ανταποκρίνονται στις δύσκολες συνθήκες που τους έλαχε να βρεθούν. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι η αλληλοπάθεια (διάχυση ανασταλτικών ουσιών στο έδαφος, για να μην φυτρώνουν σπόροι άλλων φυτών ή να μην αυξάνεται το ριζικό σύστημα ανταγωνιστικών ετήσιων φυτών), η αειφυλλία (διατήρηση επί μακρόν των φύλλων, για να μη σοκάρεται το φυτό με την έκπτυξη νέων, που είναι μια διαδικασία που απαιτεί κατανάλωση πολύ μεγάλης ποσότητας νερού και πρέπει ν’ αποφεύγεται κατά την κρίσιμη θερινή περίοδο), η σκληροφυλλία (ύπαρξη αδιάβροχων κηρωδών ουσιών κάτω από την επιδερμίδα των φύλλων, που προσδίδουν χαρακτηριστική σκληρότητα, χάρη στην οποία παγιδεύεται νερό, που διαφορετικά θα εξατμιζόταν λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του θέρους), το κλείσιμο των στοματίων των φύλλων κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, για να καταστέλλονται οι λειτουργίες του φυτού σε στιγμές θερμοκρασιακού σοκ, η ύπαρξη αγκαθιών ή δηλητηριωδών ουσιών, για την απομάκρυνση των ζώων που θα τα βοσκήσουν και θα τα θίξουν, η ύπαρξη βελονοφορίας ή λεπιδοφορίας στα κωνοφόρα, για να μειώνονται οι απαιτήσεις σε νερό και θρεπτικές ουσίες της φυλλικής επιφάνειας, η δημιουργία επιπολαιοριζίας και απλωριζίας, για την περισσότερη και καλλίτερη επιφανειακή εκμετάλλευση των υδατικών και θρεπτικών παροχών.
                Λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών για την αποσύνθεση και χουμοποίηση της οργανικής ύλης των κωνοφόρων, δημιουργείται υπερσυσσώρευσή της σ’ επίπεδα ανασταλτικά για την ομαλή λειτουργία τους. Ένα πευκοδάσος μετά τα 30 έτη του δημιουργεί επί του εδάφους μια μυκητοπαγή πλάκα, αποτελούμενη από τις βελόνες του που πέφτουν και δε χουμοποιούνται, από τη λοιπή πεύκινη οργανική ύλη, καθώς και από μυκήλια μυκήτων. Το πάχος αυτής της πλάκας διά των ετών μεγαλώνει συνεχώς καθιστώντας δύσκολη έως αδύνατη τη φύτρωση των σπόρων του πεύκου ή άλλων φυτών, ή, στην περίπτωση της φύτρωσής τους, εμποδίζει την ανάπτυξή τους. Τούτο το γεγονός, σε συνδυασμό με την αλληλοπάθεια της ανταγωνιστικής βλάστησης, που επηρεάζει τα φυτάρια πεύκης, αλλά και την πυκνή παρουσία των θάμνων του υπορόφου, οδηγεί σε σημαντικό περιορισμό ή εξάλειψη της αναγέννησης του πεύκου, τ’ οποίο επιπροσθέτως, ως φωτόφιλο είδος, επιζητεί το άπλετο ηλιακό φως για ν’ αναπτυχθεί. Υπό τις ασφυκτικές συνθήκες αυτές, συγκροτούνται υπερώριμα γηρασμένα πευκοδάση (λόγω έλλειψης αναγέννησης), με αντιστάσεις μικρές, τα οποία, όπως προείπαμε, μοιραία καταπίπτουν πιο εύκολα (σε σχέση με τα νεότερα) στον παράγοντα της φωτιάς. Αυτή τα απελευθερώνει από την υπερσυσσωρευμένη οργανική αχουμοποίητη ύλη τους και τα οδηγεί στην ταχεία, μετά τη φωτιά, αναγέννησή τους.
                Μετά την πυρκαγιά, ριζοβλαστήματα δίνουν νέα θαμνώδη φυτά, ενώ τα πεύκα «σκορπούν» παντού σπόρους, με την έκρηξη των κώνων τους. Το πεύκο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη του φυτικού βασιλείου, που ρίχνουν τους σπόρους και καρπούς τους στη γη, αυτό κρατά το 30% περίπου των ώριμων κώνων στο δένδρο για 5 με 10 χρόνια μετά την ωρίμανσή τους, ακριβώς για να εξυπηρετηθεί η αναγέννησή του. Οι δε κώνοι δεν επηρεάζονται από τη φωτιά (δεν καίγονται) και κρατούν κλειστούς τους σπόρους τους και προφυλαγμένους μέχρι και 48 ώρες μετά από αυτήν, για να διασφαλιστεί η φύτρωσή τους (να μην πέσουν στην καμένη γη όταν η φωτιά σε αυτή δεν έχει σβήσει).
                Μπορεί να μετρηθούν μέχρι και 1.000 σπόροι πεύκου στο τ.μ. σ’ ένα ώριμο πευκοδάσος, κατά τη διασπορά τους μετά τη φωτιά. Βέβαια, δεν φυτρώνουν όλοι. Ένα σημαντικό μέρος τους χάνεται, είτε γιατί τρώγεται από τα πουλιά ή τα τρωκτικά είτε γιατί σαπίζει, όμως ένα άλλο μέρος αυτών, επίσης σημαντικό, φυτρώνει. Υπάρχει δε η πρόνοια στο σοφό τούτο δένδρο να μη φυτρώνουν οι διασπαρμένοι σπόροι του με την πρώτη βροχή, καθώς τα φυτάρια τότε, λόγω των θερινών συνθηκών, θα ξεραθούν. Τούτο επιτυγχάνεται με την κάλυψη των σπόρων με ανασταλτικές ουσίες φύτρωσης. Φυτρώνουν κάπως αργότερα, με τις φθινοπωρινές βροχές (απαιτούνται περίπου 25 εκατ. βροχής για να συμβεί αυτό), καθώς τότε ξεπλένονται από τις ανασταλτικές ουσίες που περιβάλλονται. Οι σπόροι βρίσκουν με τη φύτρωσή τους ένα πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες υπόθεμα γης, το «λίπασμα» της στάχτης από τη φωτιά, και ενεργοποιούνται. Το νέο δάσος, σε κάμποσα χρόνια θα είναι γεγονός˙ εάν βέβαια ο άνθρωπος το επιτρέψει…
            Πρέπει ακόμα να επισημανθεί η προσφορά του πεύκου στην κλιματική αλλαγή, μια σημαντική προσφορά που δεν έχει αξιολογηθεί στο βαθμό που θάπρεπε. Έχει ανακαλυφθεί ότι οι ρητινούχες μυρωδιές των πεύκων δημιουργούν μικροκλίμα λειτουργώντας αποτρεπτικά στη συντελούμενη κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, οι δυνατές οσμές των πτητικών οργανικών ουσιών που αναδίδουν τα πεύκα και γενικότερα τα κωνοφόρα δένδρα, μετατρέπονται σε αερολύματα και νέφη σωματιδίων πάνω από τα πευκοδάση. Το παραπάνω γεγονός διευκολύνει το σχηματισμό κανονικών νεφών στην ατμόσφαιρα και την παρεμπόδιση της ηλιακής ακτινοβολίας να φθάσει στο έδαφος, καθώς αντανακλάται πίσω στο διάστημα. Τα αέρια που εκλύονται από τα πεύκα μπορούν να σχηματίσουν αερομεταφερόμενα στερεά ή υγρά σωματίδια μεγέθους ενός έως 100 νανομέτρων (δισεκατομμυριοστών του μέτρου), τα οποία αντανακλούν τις προσπίπτουσες ηλιακές ακτίνες και, παράλληλα, αποτελούν τους πυρήνες για τη συμπύκνωση των υδρατμών και τον σχηματισμό των νεφών της βροχής.
            Νέες έρευνες επί της κλιματικής επιδράσεως των πεύκων έδειξαν ότι ένα αρωματικό μόριο που εκλύεται από κάποιο πεύκο, συνδυάζεται με το όζον της ατμόσφαιρας, παράγοντας ελεύθερες ρίζες, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν νέα μόρια οξυγόνου. Αυτά τα νέα μεγαλύτερα μόρια οξυγόνου συμπυκνώνονται σε μικρά σωματίδια στερεάς ή υγρής κατάστασης και είναι τόσα πολλά, που τελικά επιδρούν στο κλίμα θετικά μέσω της δημιουργίας νεφών. Εκτιμάται ότι οι μυρωδιές των πεύκων ευθύνονται περίπου για τις μισές από τις συνολικές εκπομπές αερολυμάτων από ένα δάσος κωνοφόρων. Καθώς τα δένδρα εκλύουν πολύ περισσότερες τέτοιες αρωματικές ουσίες, όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία του περιβάλλοντος, το γεγονός αυτό θα αποτελέσει «φρένο» κατά της κλιματικής αλλαγής, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
        Το θερμόβιο πεύκο είναι το δένδρο που (υπο)στήριξε πόλεις και τις κράτησε όρθιες με το περιαστικό του τοίχος, από πλημμυρισμούς και κατολισθήσεις. Είναι αυτό που «ζωντάνεψε» τα γύρω από τις πόλεις και τους ελληνικούς οικισμούς εδάφη, που κάλυψε με το αχνό πέπλο του τη στέρηση και δημιούργησε θαλερότητα, εκεί όπου η απελπισιά έκαμε κάθε προσπάθεια να φαίνεται μάταιη. Είναι, τέλος, κείνο που δέσμευσε δημόσια εδάφη και τα διασφάλισε (ως το βαθμό που τούτο ήταν δυνατό) από τον καταπατητή Έλληνα. Ακόμα, είναι αυτό που έδωσε προϊόντα (ξύλο, πευκοφλοιό, κουκουνάρι κ.ά.) και ανεκτίμητες άυλες υπηρεσίες. Έβλαψε δηλαδή το πεύκο πα στο βράχο της Ακρόπολης, στο βράχο της Ακροναυπλίας, στο κάστρο της Ναυπάκτου, στο λόφο της Γορίτσας στο Βόλο; Είμαστε βέβαιοι πως όχι. Το πεύκο εντάχθηκε στο ιστορικό σύνολο, άρμοσε με τον περίγυρο, αναβάθμισε το φυσικό περιβάλλον, ανέδειξε το τοπίο. Γιατί λοιπόν η επίκρισή του; Στους «πευκώνες», όπως θα έπρεπε να τους αποκαλούσαμε, αν δεν τους σαρκάζαμε αποκαλώντας τους υποτιμητικά «πευκιάδες»!, οφείλουμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου