Ελεύθεροι χώροι πρασίνου στην πόλη. Η περίπτωση των παιχνιδότοπων |
Γεωργία Γκουμοπούλου, αρχιτέκτων |
Στην πόλη, κατεξοχήν κοινωνικό οργανισμό, όπου φυσικά και τεχνητά χαρακτηριστικά αλληλεπιδρούν, δόμηση και ανοιχτοί χώροι, φυσικές και τεχνητές συνιστώσες λειτουργούν συμπληρωματικά και ανταγωνιστικά. Στο αστικό περιβάλλον ανήκουν ο άνθρωπος, οι κοινωνικές δομές και σχέσεις καθώς και η ποιότητα ζωής. Το περιβάλλον αυτό είναι ένα σύνθετο πλέγμα φυσικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και άλλων μεταβλητών και η αντίληψη που έχουμε γι’ αυτό δεν είναι μόνο χωρική ή μόνο κοινωνική, αλλά αδιαίρετα χωροκοινωνική. Επειδή βιώνουμε τον χώρο μέσα από κοινωνικές διαδικασίες, καταγράφουμε συγχρόνως πληροφορίες περιβαλλοντικές και κοινωνικές. Μέρος όλου αυτού του οργανικού συνόλου, της πόλης, και χώροι όπου αναπτύσσονται οι κοινωνικές σχέσεις των εκάστοτε κοινωνικών ομάδων που υπάρχουν και διαβιώνουν μέσα σε αυτήν αποτελούν και οι υπαίθριοι - ελεύθεροι χώροι (δημόσιοι ή κοινόχρηστοι). Οι χώροι αυτοί έχουν δομική σχέση με την πόλη, «αποτελούν οργανικά στοιχεία της», και δημιουργούν ένα συνεχές πλέγμα, έναν ιστό, που περιλαμβάνει χώρους «κίνησης» και χώρους «στάσης» με όρια μεταξύ των επί μέρους χώρων όχι απόλυτα σαφή (Tερζόγλου,1987). Παράλληλα είναι χώροι ικανοί να δεχθούν τις φυσικές διεργασίες, άλλωστε είναι ρυθμιστές των παραγόντων του φυσικού περιβάλλοντος: επιτρέπουν την κίνηση του ανέμου, τον ηλιασμό, το δροσισμό, την ανάδειξη ή ανάπτυξη των φυσικών στοιχείων (βλάστησης, νερού κ.ά.). Ως αστικά τοπία, τέλος, μπορούν να αποτελέσουν το «φυσικό» περιβάλλον των αστικών κοινωνιών [1], ενώ διαμορφώνουν και τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη χρήση τους από τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που ζουν και κινούνται στις πόλεις (Μωραϊτης,2004). Ανάλογα με την οργάνωση και διαμόρφωσή τους δημιουργούν αισθήματα ασφάλειας ή ανασφάλειας, ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας, κινούν το ενδιαφέρον, έλκουν ή απωθούν ανάλογα με τη θέση τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους χώρους, είναι προσβάσιμοι ή όχι, συμμετέχουν ή όχι στο σύστημα τόπων και σημείων που έχουν ανάγκη να θυμούνται οι άνθρωποι. Είναι αλήθεια ότι ο ρόλος που έπαιζε άλλοτε ο δημόσιος ή κοινόχρηστος χώρος τείνει να υποβαθμιστεί σήμερα. Είναι λιγότερο χώρος συλλογικής δραστηριότητας και ζωής και περισσότερο χώρος όπου μεμονωμένα άτομα δρουν. Η οργάνωση και διαμόρφωσή του τις περισσότερες φορές ενισχύει τη δεύτερη τάση. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να αποτελεί το άμεσα αντιληπτό και προσιτό υπόβαθρο της καθημερινής αστικής ζωής (Κοσμάκη, 1999). Κομμάτι αυτής της ζωντανής διαδικασίας που λέγεται πόλη είναι και τα παιδιά που διεκδικούν ένα ζωτικό κομμάτι χώρου μέσα από δραστηριότητες συνειδητές κι οργανωμένες, όπως το παιχνίδι. Το παιχνίδι ως λειτουργία πολύ συχνά και φυσικά δρα στον ανοιχτό, ελεύθερο, υπαίθριο χώρο της πόλης. Οι λεγόμενοι παιδότοποι και οι παιδικές χαρές αποτελούν μια ειδική κατηγορία υπαίθριων - ελεύθερων χώρων μέσα στην πόλη, μιας και πρόκειται για χώρους με εξειδικευμένη χρήση, οι οποίοι άλλοτε διαμορφώνονται ως τεχνητοί και άλλοτε ως φυσικοί, και απευθύνονται σε αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηστών, τα παιδιά. Προκαλούν το ενδιαφέρον για μελέτη γιατί από τη μία δύνανται να αποτελέσουν χώρους πρασίνου με όλα τα οφέλη που αυτοί προσφέρουν στη δομή και στη ζωή της πόλης, περιβαλλοντικά, αισθητικά, οικονομικά και από την άλλη επιτελούν σημαντικό έργο στη συναισθηματική, νοητική εξέλιξη και ωρίμανση των παιδιών ως χώροι δραστηριοποίησης και κοινωνικοποίησής τους. Αν και τα παιδιά έχουν την ικανότητα να παίζουν οπουδήποτε και με οτιδήποτε, η δομή της σύγχρονης κοινωνίας μας όπως εξελίσσεται τα «περιορίζει» χωροχρονικά. Η τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, και ειδικά στα σύγχρονα αστικά κέντρα, να «στεγανοποιούνται» τόσο οι χώροι όσο και οι δραστηριότητες μέσα σε αυτούς δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστους και τους χώρους παιχνιδιού. Οι παιδικές χαρές, τα πάρκα αναψυχής (τύπου allou fun park), οι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για παιχνίδι σε κέντρα εστίασης (τύπου macdonald’s, goody’s), οι κλειστοί χώροι παιχνιδιού (παιδότοποι) που προορίζονται να «ψυχαγωγήσουν» τα παιδιά, είναι τα σύγχρονα «μορφώματα» μιας κοινωνίας με έντονη την επιθυμία της ασφάλειας και του ελέγχου κι ενός πολιτισμού με άρτια τεχνολογική υποδομή αλλά ολοένα και πιο απομακρυσμένου από το φυσικό στοιχείο. Σε πολλές παραδοσιακές κοινωνίες και αναπτυσσόμενες χώρες τα παιδιά έχουν καλύτερες συνθήκες σχετικές με την προσέγγιση του υπαίθριου χώρου και της «εξερεύνησης» του κόσμου γύρω τους από τα παιδιά που ζουν σε σύγχρονες δυτικές πόλεις παρόλο που δεν έχουν πρόσβαση σε σχεδιασμένους παιδότοπους. Έχουν όμως την ελευθερία να εξερευνήσουν το εξωτερικό περιβάλλον γύρω τους και να μάθουν γι’ αυτό μέσα από τους δικούς τους όρους και μόνα τους [2]. Τα παιδιά στις δυτικές πόλεις δεν είναι τόσο ελεύθερα –είναι πολύ περιορισμένα από την κίνηση των αυτοκινήτων και το φόβο της βίας και των ναρκωτικών (Hendrics, 1976). Για τα παιδιά οι ανοικτοί χώροι σημαίνουν ευκαιρία για κίνηση και ελευθερία, για παιχνίδι. Έλκονται από χώρους με φυσικό στοιχείο και η επαφή τους με αυτούς τονώνει τόσο τις περιβαλλοντικές ανησυχίες όσο και το συναισθηματικό τους υπόβαθρο. «Έχει ξεχαστεί στις μέρες μας, στον εύθραυστο, πρακτικό, σύγχρονο κόσμο μας, ότι το αμυδρό φως, το σκοτάδι, η σκιά και η ομορφιά είναι τόσο σημαντικά για να μεγαλώσει ένα παιδί όσο η τροφή και ο αέρας» (Lady Allen of Hurtwood, 1975:11) Η σημασία της σχέσης του παιδιού με τη φύση έχει αποδειχθεί από πληθώρα ερευνών. Ο πραγματικός βιωμένος χώρος παιχνιδιού με έντονη την παρουσία των φυσικών στοιχείων, καθώς και η άμεση επαφή του παιδιού με τα ακατέργαστα υλικά της φύσης (χώμα, άμμο, νερό, ξύλο, πέτρα κ.λπ.) κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού του, συμβάλλουν στη φυσιολογική ανάπτυξή του, σωματική, νοητική και συναισθηματική. Ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια ευνοούνται πρακτικές σχεδιασμού που επιτρέπουν στο παιδί να βρει τη θέση του μέσα στο φυσικό χώρο. Ιδιαίτερα για τα παιδιά της πόλης που βιώνουν καθημερινά ένα τεχνοποιητό περιβάλλον, γεμάτο από σκληρές φόρμες και υλικά, η ύπαρξη ελεύθερων χώρων πρασίνου, ειδικά διαμορφωμένη για παιχνίδι, αποτελεί σημαντική προσφορά. Άσχετα με το πού ζουν, τα παιδιά χρειάζεται να βιώσουν όλο τον κύκλο ζωής των φυτών για να καταλάβουν ότι οι άνθρωποι είναι μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου και να καλλιεργήσουν μια σωστή συμπεριφορά απέναντι στη φύση. Αυτή η εμπειρία μπορεί να αποκτηθεί μέσα σε περιοχές όπου τα παιδιά έρχονται σε άμεση επαφή με φυσικά στοιχεία και μπορούν ακόμα και να φροντίζουν, να καλλιεργούν φυτά ή να περιποιούνται ζώα [3]. Η δημιουργία «περιβαλλοντικών αυλών» και «κήπων για παιδιά» είτε στο εκπαιδευτικό τους περιβάλλον είτε μέσα σε ένα δίκτυο ελεύθερων χώρων στην πόλη αποτελεί έναν τρόπο κατανόησης των φυσικών διαδικασιών (Τσουκαλά, 1998). Επιπλέον διάφοροι τύποι φυτών, μόνοι ή σε συνδυασμό, έχουν την ικανότητα να διευρύνουν το πεδίο παιχνιδιού. Μέσω ενός σχεδιασμού που έχει λάβει υπόψη τη χλωρίδα, όχι απλά ως στοιχείο αισθητικής και περιβαλλοντικής λειτουργίας ενός χώρου αλλά ως δομικό στοιχείο, ενεργό στη δραστηριότητα του παιχνιδιού, τα φυτά μπορούν να προσφέρουν νέες εμπειρίες και πτυχές στο παιχνίδι των παιδιών. Για παράδειγμα η παρατήρηση και συλλογή φυτών και λουλουδιών, το σκαρφάλωμα στα δέντρα, το κρυφτό σε θάμνους και γενικά παιχνίδια «εξερεύνησης» στο φυσικό περιβάλλον προσφέρουν στα παιδιά δυνατές συγκινήσεις. Τα φυτά μαζί με το χώμα, την άμμο και το νερό δημιουργούν ξεχωριστούς τόπους παιχνιδιού αρκετά διαφορετικούς από τους συνηθισμένους με το στατικό και κοινότυπο χαρακτήρα. Ενεργοποιούν με την υφή, το σχήμα, το χρώμα και τις οσμές τους τη φαντασία του παιδιού και πλουτίζουν τα «τοπία παιχνιδιού» τους. «Τα λουλούδια είναι μαγικά,..., ειδικά αυτά. Θα κάνουν τα χέρια σου μαγικά και μετά ότι αγγίζεις θα γίνεται μαγικό. Τα μολύβια θα γράφουν μαγικά, τα γυαλιά σου θα βλέπουν μαγικά. Όλα θα είναι μαγικά.» [4] (Moore,1993) Επίσης έρευνες σχετικά με τις συμπεριφορές που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων σε χώρους περιπετειών και στο ευρύτερο περιβάλλον της γειτονιάς έδειξαν ότι στους χώρους περιπετειών αναπτύσσονται κυρίως νοητικού χαρακτήρα δραστηριότητες/συμπεριφορές απ’ ότι στους υπόλοιπους χώρους της γειτονιάς όπου παρατηρείται υψηλότερος βαθμός κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως συνέχεια των ερευνών ήταν μια σειρά από προτάσεις σχετικά με την οργάνωση και το σχεδιασμό τόπων δράσης του παιδιού στον αστικό χώρο, ανάμεσα στις οποίες ιδιαίτερη σημασία αποκτά η πρόταση εκείνη που εισάγει την έννοια των «περιβαλλόντων παιχνιδιού» ("play environments"): «Σκόπιμο είναι να δημιουργήσουμε περιβάλλοντα παιχνιδιού κι όχι παιδότοπους που αποτελούν στατικά χωρικά πλαίσια δράσης του παιδιού με σαφή όρια και αυστηρά προσδιορισμένη θέση στον αστικό ιστό. Όλα τα περιβάλλοντα ζωής του παιδιού πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας και σχεδιασμού. Το σύνολό τους αποτελεί το περιβάλλον παιχνιδιού» (Moore, 1985). Παρόλα αυτά η γοητεία και το μυστήριο που χαρίζει στα μάτια των παιδιών το παιχνίδι στους δρόμους της γειτονιάς είναι ακόμα ζωντανό και ο παιδικός αυτός «βιότοπος» συνεχίζει να λειτουργεί σε μικρότερης κλίμακας πόλεις. Όπως επισήμανε και η Jane Jacobs στις μελέτες της για τους δρόμους και τις γειτονιές «τα παιδιά των πόλεων χρειάζονται μια ποικιλία από μέρη, στα οποία να παίζουν και να μαθαίνουν…Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζονται ένα μη εξειδικευμένο υπαίθριο ορμητήριο, από το οποίο να αρχίζουν το παιχνίδι και να περιφέρονται και το οποίο θα τα βοηθήσει να σχηματίσουν τις εντυπώσεις τους για τον κόσμο. Αυτή τη μορφή του μη εξειδικευμένου παιχνιδιού εξυπηρετούν τα πεζοδρόμια και αυτό τα ζωντανά πεζοδρόμια των πόλεων μπορούν να εξυπηρετήσουν θαυμάσια» (Jacobs, 1965) Μια πόλη φιλική προς τα παιδιά τούς επιτρέπει το ξένοιαστο, δημιουργικό και ασφαλές παιχνίδι σε παιχνιδότοπους αλλά προβλέπει και τη δυνατότητα έκφρασης των δραστηριοτήτων τους σε όλη της τη δομή. Παράλληλα η πόλη χρειάζεται άθικτη τη φύση να την περιβάλλει, χρειάζεται ελεύθερους χώρους πρασίνου για να την «ανακουφίζουν», να την κάνουν να «αναπνέει» ελεύθερα προσφέροντάς της έτσι τη δυνατότητα να είναι φιλική προς τα παιδιά• και τελικά όπως αναφέρεται και στη Διακήρυξη-Πρόταση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πόλεων που είναι Φιλικές προς τα Παιδιά: «Μια πόλη φιλική προς τα παιδιά είναι φιλική προς όλους». Υποσημειώσεις Βιβλιογραφικές αναφορές
από: https://www.monumenta.org/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου