Η Ελληνική φύση των Φρυγάνων (της ευωδιάς και του ανθού...)
Ω ιλαρότης ουρανού! Ω θέλγητρα! Ω κάλλη!
Τίς γης ως η ελληνική; Πού φύσις αλλού θάλλει,
τόσον ωραία και τερπνή;
Γονιμωτέρας ήλιος ακτίνας πού εκχύνει;
Πού μάλλον γοητευτική διά νυκτός σελήνη,
εις τους αιθέρας αγρυπνεί;»
(«Αι Κυκλάδες», Ι. Δ. Καρατσούτσας, εν Αθήναις 1841).
Η εντύπωση του Γάλλου συγγραφέα Αντρέ Μπιγύ, όταν πρωτοήλθε στη χώρα μας το έτος 1937 με πλοίο, δίδει νομίζουμε με απλό τρόπο αυτό που με τις αισθήσεις θα πει Ελλάδα. Ο παρατιθέμενος διάλογος του συγγραφέα μ' έναν συνταξιδιώτη του, είναι χαρακτηριστικός:
Τίς γης ως η ελληνική; Πού φύσις αλλού θάλλει,
τόσον ωραία και τερπνή;
Γονιμωτέρας ήλιος ακτίνας πού εκχύνει;
Πού μάλλον γοητευτική διά νυκτός σελήνη,
εις τους αιθέρας αγρυπνεί;»
(«Αι Κυκλάδες», Ι. Δ. Καρατσούτσας, εν Αθήναις 1841).
Η εντύπωση του Γάλλου συγγραφέα Αντρέ Μπιγύ, όταν πρωτοήλθε στη χώρα μας το έτος 1937 με πλοίο, δίδει νομίζουμε με απλό τρόπο αυτό που με τις αισθήσεις θα πει Ελλάδα. Ο παρατιθέμενος διάλογος του συγγραφέα μ' έναν συνταξιδιώτη του, είναι χαρακτηριστικός:
« ...
- Τι είναι, που είμαστε;
- Στον Ισθμό της Κορίνθου.
- Μα αυτή η μυρωδιά, αυτό το άρωμα των χόρτων που μυρίζουν τερέβινθο και θυμάρι;
- Η μυρωδιά της Ελλάδας.
Όχι, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ, όπου η παρουσία της Ελλάδας γινόταν αισθητή αποκλειστικά και μόνο από το άρωμά της!» («La Grece», Arthaud, 1937).
- Τι είναι, που είμαστε;
- Στον Ισθμό της Κορίνθου.
- Μα αυτή η μυρωδιά, αυτό το άρωμα των χόρτων που μυρίζουν τερέβινθο και θυμάρι;
- Η μυρωδιά της Ελλάδας.
Όχι, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ, όπου η παρουσία της Ελλάδας γινόταν αισθητή αποκλειστικά και μόνο από το άρωμά της!» («La Grece», Arthaud, 1937).
"ΚΛΑΣΙΚΗ" ΦΥΣΗ
Αρκετά νωρίτερα από τον Μπιγύ, το 1890, ο επίσης Γάλλος αρχαιολόγος - περιηγητής Γκαστόν Ντεσάν, είχε αναφερθεί με δέος στην «ακτινοβολούσα, αρωματική ξεραΐλα» της Ελλάδας, για να εμβαθύνει στη συνέχεια περισσότερο: «Παντού μια ξεραΐλα που ακτινοβολεί, αρωματική και θαυμάσια. Τα πάντα κολυμπούν μέσα στη διαφάνεια. (...) Αυτά τα χρώματα και οι γραμμές διεισδύουν πολύ ζωηρά στο πνεύμα, ριζώνουν με πολύ επιτακτικό και απότομο τρόπο. Αυτός ο καταιγισμός είναι πολύ δυνατός για την όρασή μας, τη συνηθισμένη στις μαλακές γραμμές και τη ρευστή γοητεία της γενέθλιας γης» (Deschamps G., «Η Ελλάδα σήμερα», μετάφραση: Α. Δαούτη, πρόλογος - σχόλια: Α. Νικολοπούλου, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1992, σελ. 79-80).
Τα φρύγανα έτσι, και οι ελληνικοί θάμνοι, με τo άρωμά τους προϋπαντούν τον επισκέπτη στη χώρα μας, τον καλωσορίζουν και του διαμορφώνουν την πρώτη εντύπωση, που είναι καθοριστική! Είναι η λιτή, απέρριτη φύση, η ανείδωτη από τις αγύμναστες, τις λίθινες, τις βιαστικές ματιές, που δαψιλώς στέκει σε τόπους απόρρωγους, ασκητικούς. Εκεί, που ίλεως ζητεί η ζωή και νήχεται παραδαρμένη, μια ανέλπιστος επικουρία τής παραστέκει: η θάλλουσα βλάστη της εσχατιάς, η ανθοπλόκαμος, η μυριστική, του μικραγκαθιού, της αγκαλίδας, της τριβολικής γης, εν κοντοστύλι στην ασωτία του θυσιασμού, μια τολμητία, ένας άθλος, μια κραταγή πριν τη σιωπή, πριν τη φρίξη, πριν την αοριστία -ιδού τα φρύγανα...
Ο Αντριέν Προυστ (πατέρας του συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ -συγγραφέας και ο ίδιος) χαρακτήριζε την ελληνική γη των βράχων, όπου τα φρύγανα και οι θάμνοι τη χαρακτηρίζουν, ως κλασική (από άρθρο του με τον τίτλο «Χειμερινή διατριβή εν Αθήναις», περιοδικό «Χρυσαλλίς», φυλλάδιον 1ο, 1η Ιανουαρίου 1863). Ο Κ. Ν. Κωνσταντινίδης επίσης, αναφερόταν το 1904 στα κοσμήματα (έτσι τ' αποκαλούσε) του μικρού νησιού Άγιος Γεώργιος, πλησίον της Σαλαμίνας, που δεν ήταν άλλα από τους «μυρωμένους, δροσερούς θάμνους του και το πτωχόν ερημοκκλήσιόν του» (από άρθρο του με τον τίτλο «Σαλαμίς», περιοδικό «Νέα Ζωή», έτος Α', αριθ. 1, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου Σεπτέμβριος 1904). Ο δε Μανώλης Γλέζος, ο φιλόσοφος του Αιγαίου, δεν υπερβάλλει με την περιγραφή που δίνει για την απλή, απλότατη ομορφιά της κυκλαδίτικης φύσης: «Πιο πάνω ακόμα η ζώνη με τις αρωματικές μυρουδιές. Ο ήλιος ξύπνησε τα λούλουδα, τα πούλουδα και τ' άθια της ξηρόφυτης ποώδους βλάστησης, και η αίσθηση της όσφρησης ηδονίζονταν από την ευωδιά του θυμαριού, του θρούμπου, του φασκόμηλου, της ρίγανης. Γιόμιζε όλο το είναι μας από την ποικιλία των οσμών. Απολαμβάναμε και χαιρόμαστε ολόψυχα την οσφραντική ευδία που ανάδινε ο φυτικός τάπητας με τα μυριαρίφνητα άνθια. Το αυγινό φως χάριζε στην όρασή μας ένα υπέροχο θέαμα μέσα σε μια φανταστική πανδαισία χρωμάτων. Το πράσινο και το καφετί από τις αστοιβές, τις γαλατσίδες, τα κρίταμα, τα ρείκια, τα αστραγγούρια, τους φλόμους, ανακατεύονταν με τα χρώματα του εξαλλοιωμένου μανδύα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων και από τα γαιώδη υλικά μιας έντονης καρστοποίησης και των προϊόντων λατεριτίωσης, από τα καρστικά έγκοιλα, που παρουσιάζονται μόνο στις βορεινές πλαγιές του βράχου. Τα κίτρινα λουλουδάκια στα ανθισμένα χινοπόδια και στους ασμπαλήρους προσδίνουν έναν άλλο τόνο στο χρωματικό τάπητα της αναφιώτικης χλωρίδας. Συνεπαρμένοι από τον εκρηκτικό αυτό συναγερμό των αισθήσεων, προχωρούσαμε» (Γλέζου Μ., «Η συνείδηση της πετραίας γης. Κυκλαδογραφίες», εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 1997, σελ. 37).
Είναι χαρακτηριστικά τέλος, τα λόγια του Ζαχαρία Παπαντωνίου, για τη «χαμηλή φυτεία της Ελλάδας» (έτσι αποκαλεί τους θάμνους και τα φρύγανά της): «Ελλάδα θα πει θάμνος [η έμφαση δική μας]. Σ' αυτή τη χαμηλή φυτεία είναι ο χαρακτήρας της γης μας. Αυτές οι κηλίδες της βλάστησης, χυμένες σε μια πλαγιά πλημμυρισμένη από ήλιο, μας δίνουν κατ' εξοχήν το ελληνικό τοπίο. Κολλημένοι σφιχτά στη γαλάζια και στη ρόδινη πέτρα, κοντοί, σγουροί, δυνατοί, παλεύοντας με τα γιδοπρόβατα, οι θάμνοι έχουν το τραγικό μαζί και το γραφικό, που θα ήταν ανύπαρκτο αν μεγάλωναν. (...) Ο δασικός πλούτος (σημ.: εννοεί τα ψηλά δάση) είν' αισθητικό δυστύχημα. Η τόση αφθονία σε πνίγει. Δεν είναι ελληνική. (...) Η ψηλή φυτεία (του δάσους) έχει τη μελαγχολία της τέλειας ευτυχίας και της απραξίας!» (από κείμενο με τίτλο «Άγιον Όρος», που περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο «Ταξιδιωτικά», εκδοτικός οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα 1955, σελ. 307-308).
Στην πεπρωμένη γη λοιπόν, μύχια η ζωή που κραταιώθη κι εγίνη ιδανική. Ιδανική του βράχου, της αδύνατης, λεπτής γης. εν σπιθαμιαίο ανάστημα στη φευγάμενη θαλλερότητα του φυσικού. Το φρύγανο ιδεώθη στο νεκροπαθές, στο διαγραπτικό και ειδώθη ως το ευ που δε δικαιώθηκε -διότι δεν κατανοήθηκε κι αγνοήθηκε. Κλασική η φύση της εσχατιάς γιατί, μοναδική που υψηλώς εστάθη στην κύπτουσα ζωή, γιατί παρεφάνη διαπορητικώς στην κακουχία, αμφισβητώντας τη φθορά. Κλασική, γιατί εγίνη ισχυρή των συνθηκών, χωρίς ασέληνος να φανεί, ουδέ περιαλγής. Ενάντια σε κάθε κανόνα δογματικό, «στόλισε» με ευωδιές, χρώματα κι αισθητικούς σελαγισμούς τη φύση -διά τούτο, ισχυρή των αισθήσεων εγίνη!-, παρέχοντας απλοχερνά μιαν αγκαλιά ζωής κάθε φορά. Δεν εξενίσθη συνεπώς. της φύσης σέμνωμα εγίνη, του ανθρώπου παράστημα εστάθη -έστω κι αν δεν κατανοήθηκε. Κλασική θεωρήθηκε, γιατί από απλότητα, ισορροπία και μέτρο χαρακτηρίσθηκε, από τελειότητα κι αρμονία στο ρόλο της, γιατί δεν πρόδωσε το αντικείμενο, το σκοπό...
Του Αντώνη Β. Καπετάνιου
Πηγή: www.greekarchitects.gr
Για να διαβάσετε το υπόλοιπο άρθρο κλικ εδώ
Αρκετά νωρίτερα από τον Μπιγύ, το 1890, ο επίσης Γάλλος αρχαιολόγος - περιηγητής Γκαστόν Ντεσάν, είχε αναφερθεί με δέος στην «ακτινοβολούσα, αρωματική ξεραΐλα» της Ελλάδας, για να εμβαθύνει στη συνέχεια περισσότερο: «Παντού μια ξεραΐλα που ακτινοβολεί, αρωματική και θαυμάσια. Τα πάντα κολυμπούν μέσα στη διαφάνεια. (...) Αυτά τα χρώματα και οι γραμμές διεισδύουν πολύ ζωηρά στο πνεύμα, ριζώνουν με πολύ επιτακτικό και απότομο τρόπο. Αυτός ο καταιγισμός είναι πολύ δυνατός για την όρασή μας, τη συνηθισμένη στις μαλακές γραμμές και τη ρευστή γοητεία της γενέθλιας γης» (Deschamps G., «Η Ελλάδα σήμερα», μετάφραση: Α. Δαούτη, πρόλογος - σχόλια: Α. Νικολοπούλου, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1992, σελ. 79-80).
Τα φρύγανα έτσι, και οι ελληνικοί θάμνοι, με τo άρωμά τους προϋπαντούν τον επισκέπτη στη χώρα μας, τον καλωσορίζουν και του διαμορφώνουν την πρώτη εντύπωση, που είναι καθοριστική! Είναι η λιτή, απέρριτη φύση, η ανείδωτη από τις αγύμναστες, τις λίθινες, τις βιαστικές ματιές, που δαψιλώς στέκει σε τόπους απόρρωγους, ασκητικούς. Εκεί, που ίλεως ζητεί η ζωή και νήχεται παραδαρμένη, μια ανέλπιστος επικουρία τής παραστέκει: η θάλλουσα βλάστη της εσχατιάς, η ανθοπλόκαμος, η μυριστική, του μικραγκαθιού, της αγκαλίδας, της τριβολικής γης, εν κοντοστύλι στην ασωτία του θυσιασμού, μια τολμητία, ένας άθλος, μια κραταγή πριν τη σιωπή, πριν τη φρίξη, πριν την αοριστία -ιδού τα φρύγανα...
Ο Αντριέν Προυστ (πατέρας του συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ -συγγραφέας και ο ίδιος) χαρακτήριζε την ελληνική γη των βράχων, όπου τα φρύγανα και οι θάμνοι τη χαρακτηρίζουν, ως κλασική (από άρθρο του με τον τίτλο «Χειμερινή διατριβή εν Αθήναις», περιοδικό «Χρυσαλλίς», φυλλάδιον 1ο, 1η Ιανουαρίου 1863). Ο Κ. Ν. Κωνσταντινίδης επίσης, αναφερόταν το 1904 στα κοσμήματα (έτσι τ' αποκαλούσε) του μικρού νησιού Άγιος Γεώργιος, πλησίον της Σαλαμίνας, που δεν ήταν άλλα από τους «μυρωμένους, δροσερούς θάμνους του και το πτωχόν ερημοκκλήσιόν του» (από άρθρο του με τον τίτλο «Σαλαμίς», περιοδικό «Νέα Ζωή», έτος Α', αριθ. 1, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου Σεπτέμβριος 1904). Ο δε Μανώλης Γλέζος, ο φιλόσοφος του Αιγαίου, δεν υπερβάλλει με την περιγραφή που δίνει για την απλή, απλότατη ομορφιά της κυκλαδίτικης φύσης: «Πιο πάνω ακόμα η ζώνη με τις αρωματικές μυρουδιές. Ο ήλιος ξύπνησε τα λούλουδα, τα πούλουδα και τ' άθια της ξηρόφυτης ποώδους βλάστησης, και η αίσθηση της όσφρησης ηδονίζονταν από την ευωδιά του θυμαριού, του θρούμπου, του φασκόμηλου, της ρίγανης. Γιόμιζε όλο το είναι μας από την ποικιλία των οσμών. Απολαμβάναμε και χαιρόμαστε ολόψυχα την οσφραντική ευδία που ανάδινε ο φυτικός τάπητας με τα μυριαρίφνητα άνθια. Το αυγινό φως χάριζε στην όρασή μας ένα υπέροχο θέαμα μέσα σε μια φανταστική πανδαισία χρωμάτων. Το πράσινο και το καφετί από τις αστοιβές, τις γαλατσίδες, τα κρίταμα, τα ρείκια, τα αστραγγούρια, τους φλόμους, ανακατεύονταν με τα χρώματα του εξαλλοιωμένου μανδύα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων και από τα γαιώδη υλικά μιας έντονης καρστοποίησης και των προϊόντων λατεριτίωσης, από τα καρστικά έγκοιλα, που παρουσιάζονται μόνο στις βορεινές πλαγιές του βράχου. Τα κίτρινα λουλουδάκια στα ανθισμένα χινοπόδια και στους ασμπαλήρους προσδίνουν έναν άλλο τόνο στο χρωματικό τάπητα της αναφιώτικης χλωρίδας. Συνεπαρμένοι από τον εκρηκτικό αυτό συναγερμό των αισθήσεων, προχωρούσαμε» (Γλέζου Μ., «Η συνείδηση της πετραίας γης. Κυκλαδογραφίες», εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 1997, σελ. 37).
Είναι χαρακτηριστικά τέλος, τα λόγια του Ζαχαρία Παπαντωνίου, για τη «χαμηλή φυτεία της Ελλάδας» (έτσι αποκαλεί τους θάμνους και τα φρύγανά της): «Ελλάδα θα πει θάμνος [η έμφαση δική μας]. Σ' αυτή τη χαμηλή φυτεία είναι ο χαρακτήρας της γης μας. Αυτές οι κηλίδες της βλάστησης, χυμένες σε μια πλαγιά πλημμυρισμένη από ήλιο, μας δίνουν κατ' εξοχήν το ελληνικό τοπίο. Κολλημένοι σφιχτά στη γαλάζια και στη ρόδινη πέτρα, κοντοί, σγουροί, δυνατοί, παλεύοντας με τα γιδοπρόβατα, οι θάμνοι έχουν το τραγικό μαζί και το γραφικό, που θα ήταν ανύπαρκτο αν μεγάλωναν. (...) Ο δασικός πλούτος (σημ.: εννοεί τα ψηλά δάση) είν' αισθητικό δυστύχημα. Η τόση αφθονία σε πνίγει. Δεν είναι ελληνική. (...) Η ψηλή φυτεία (του δάσους) έχει τη μελαγχολία της τέλειας ευτυχίας και της απραξίας!» (από κείμενο με τίτλο «Άγιον Όρος», που περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο «Ταξιδιωτικά», εκδοτικός οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα 1955, σελ. 307-308).
Στην πεπρωμένη γη λοιπόν, μύχια η ζωή που κραταιώθη κι εγίνη ιδανική. Ιδανική του βράχου, της αδύνατης, λεπτής γης. εν σπιθαμιαίο ανάστημα στη φευγάμενη θαλλερότητα του φυσικού. Το φρύγανο ιδεώθη στο νεκροπαθές, στο διαγραπτικό και ειδώθη ως το ευ που δε δικαιώθηκε -διότι δεν κατανοήθηκε κι αγνοήθηκε. Κλασική η φύση της εσχατιάς γιατί, μοναδική που υψηλώς εστάθη στην κύπτουσα ζωή, γιατί παρεφάνη διαπορητικώς στην κακουχία, αμφισβητώντας τη φθορά. Κλασική, γιατί εγίνη ισχυρή των συνθηκών, χωρίς ασέληνος να φανεί, ουδέ περιαλγής. Ενάντια σε κάθε κανόνα δογματικό, «στόλισε» με ευωδιές, χρώματα κι αισθητικούς σελαγισμούς τη φύση -διά τούτο, ισχυρή των αισθήσεων εγίνη!-, παρέχοντας απλοχερνά μιαν αγκαλιά ζωής κάθε φορά. Δεν εξενίσθη συνεπώς. της φύσης σέμνωμα εγίνη, του ανθρώπου παράστημα εστάθη -έστω κι αν δεν κατανοήθηκε. Κλασική θεωρήθηκε, γιατί από απλότητα, ισορροπία και μέτρο χαρακτηρίσθηκε, από τελειότητα κι αρμονία στο ρόλο της, γιατί δεν πρόδωσε το αντικείμενο, το σκοπό...
Του Αντώνη Β. Καπετάνιου
Πηγή: www.greekarchitects.gr
Για να διαβάσετε το υπόλοιπο άρθρο κλικ εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου